Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμορφος -η -ο [ámorfos] Ε5 : 1.που δεν έχει συγκεκριμένη μορφή, ορισμένο σχήμα: Ο ~ όγκος του μαρμάρου μεταμορφώθηκε στα χέρια του καλλιτέχνη. Άμορφη μάζα και ως έκφραση για κτ. που έχει τελείως καταστραφεί, που έχει παραμορφωθεί: Mετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο έγινε μια άμορφη μάζα σιδερικών. || Ξεχώρισε αμέσως μέσα στο άμορφο πλήθος. 2. (επιστ.) α. (φυσ.) άμορφη ύλη, που δεν παρουσιάζει κρυσταλλική μορφή. β. (ψυχ.) ο ~ χαρακτήρας, που έχει ασταθή προσωπικότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄμορφος· 2: σημδ. γαλλ. amorphe < αρχ. ἄμορφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμορφος, -η, -ο [ámorfos] (L)
- unformed, without form or shape, formless, unshaped, shapeless, amorphous (syn αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος, αφορμάριστος):
- κάτι άμορφο, ένα άμορφο πράγμα |
- ένα άμορφο σύνολο |
- άμορφη φύση, άμορφη γη, άμορφη πόλη |
- άμορφο ποτάμι, άμορφο βουνά |
- άμορφη ουσία |
- άμορφη (& L ~) ύλη, e.g. η ύλη νοείται ως απόλυτα άμορφη δίχως καμμία ιδιότητα κλ (Theodorakop), η άμορφη ύλη πήρε αυτό το σχήμα (Tsatsos) |
- άμορφο πρώτο υλικό |
- ~ πολτός |
- άμορφο κενό |
- άμορφο χάος; also fig να βάλει σε τάξη το άμορφο χάος των λογισμών, των συναισθημάτων (Panagiotop) |
- ~ χώρος, άμορφη απεραντοσύνη |
- άμορφη μάζα amorphous or promiscuous mass, e.g. η άμορφη μάζα παίρνει σχήμα |
- άμορφη μάζα σιδέρων |
- άμορφη σκληρή πέτρα |
- ~ όγκος or σωρός |
- άμορφοι όγκοι συντριμμάτων; also fig άμορφοι όγκοι πεζογραφίας (Dimaras) |
- άμορφοι ογκόλιθοι |
- άμορφο μάρμαρο |
- αγκωνάρια και άμορφοι τοίχοι |
- άμορφα ορυκτά |
- άμορφο σώμα amorphous body |
- άμορφο σπέρμα, e.g. ξαναγίνεσαι ένα άμορφο σπέρμα που περιμένει το λόγο του Δημιουργού (Athanasiadis-N) |
- άμορφα σπερματοζωάρια |
- η διαμόρφωση ενός άμορφου πλάσματος (Thrylos) |
- ένα αφύσικο και άμορφο τέρας (Dimitrieis) |
- βρήκε ένα σωρό άμορφη, καμένη ανθρώπινη σάρκα (Venezis) |
- άμορφες σάρκες |
- άμορφο κόκκαλο σκελετού (Palam) |
- άμορφο ερείπιο, e.g. η πολιτεία συντρίφθηκε σ' αναρίθμητα άμορφα ερείπια (Ouranis) |
- τα άμορφα ερείπια της αρχαίας Mεσσήνης (id.) |
- συνοικίες σ' άμορφα ρημάδια κι αποκαΐδια (Melas) |
- άμορφα συντρίμματα, άμορφο συντρίμμι |
- σωροί άμορφοι από ερείπια, e.g. τη γέφυρα την έκαμαν άμορφους σωρούς οι νάρκες (Kanellop) |
- πλήθος βιαστικό κι άμορφο, το άμορφο πλήθος ζωής |
- τα άτομα ενός άμορφου πλήθους ζουν κλεισμένα στον εαυτό τους (Papanoutsos) |
- το άμορφο λεφούσι στριφογύριζε άβουλο (Theotokas) |
- άμορφα μπαρόκ έργα (Athanasiadis-N) |
- μαρμάρινα ειδώλια άμορφα (ASakellariou) |
- η αίθουσα έχει σχήμα αρκετά άμορφο (Karouzou) |
- άμορφο σχέδιο, e.g. διάλογος σε πρόχειρο και άμορφο σχέδιο (Dimaras) |
- οι άνθρωποι μού φαίνονταν πια σαν άμορφοι ήσκιοι (Palam) |
- ο χριστιανισμός θέλει να μεθύσει τους ανθρώπους με τον ανείδωλο και άμορφο Θεό (Theodorakop) |
- ~ λόγος, άμορφες λέξεις, στίχοι μελωδικά άμορφοι |
- ~ ηχόκοσμος (Papanoutsos) |
- να δώσουμε μορφή στον άμορφο κόσμο (Dimaras) |
- είχε ο Συκουτρής και μιαν άλλην ιδιότητα, πολύ δυσβάσταχτη μέσα στην άμορφη κοινωνία μας (Tsatsos) |
- άμορφη ζωή, e.g. το χάος της άμορφης ζωής |
- άμορφη ζωή, ζωή ως απλή κίνηση από το ένα σημείο στο άλλο (Theodorakop) |
- η υποσυνείδητη ζωή που είναι πυκνή, σκοτεινή και άμορφη (Karantonis) |
- άμορφα προμηνύματα προλεταριακού ξεσηκωμού (Kanellop) |
- με την αισθητική παιδεία θα ελαφρύνομε τον Έλληνα από το τυραννικό βάρος του άμορφου πάθους (Tsatsos) |
- άμορφες ψυχικές καταστάσεις |
- μερικοί οδηγούν την τέχνη στην πλήρη άρνηση της μορφής, όπου η μορφή γίνεται άμορφη και ακαθόριστη για το θεατή (Michelis) |
- ο Παπαρρηγόπουλος είναι αληθινός ποιητής μ' όλη του την άμορφη μορφή, την άτυχη φράση ..., την άτονη, χαύνη και χλωμότατη γλώσσα (Palam) |
- poem (ένα δάκρυ) ξεβάφοντας με μια πηχτή κηλίδα | την άμορφη πολυχρωμία του (Papatsonis) |
- σκέψη ακαθόριστη, άμορφη στο βλέμμα του αγρυπνεί (Panagiotop) |
- έδινα φόρμα στ' άμορφα κ' εξωτικά όνειρά μου (Zotos)
- ⓐ amorphous, lacking crystalline structure:
- άμορφο θείο (ον θείον) a sulphur
[fr K, PatrG ἄμορφος ← AG]
- unformed, without form or shape, formless, unshaped, shapeless, amorphous (syn αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος, αφορμάριστος):