Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμοιρο [ámiro] το,
- ill-fated, unfortunate young person:
- prov ο Θεός ορφανά κάνει, μα άμοιρα δεν κάνει |
- μη μας μιλείς έτσι για κείνο το ~ (SPasagiannis) |
- folks. έχει το μήλο μάγουλο, με τρέλανε το ~ (Passow)
[substantiv. n of άμοιρος]
- ill-fated, unfortunate young person:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμοιρολόγητος -η -ο [amirolójitos] Ε5 : που δεν τον μοιρολόγησαν, που δεν τον έκλαψαν με μοιρολόγια· άκλαυτος, αθρήνητος. || (επέκτ.) που δεν τον πένθησαν.
[α- 1 μοιρολογη- (μοιρολογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοιρολόγητος, -η, -ο [amirolóyitos] (& region. αμοιρολόητος)
- unlamented, unmourned w. dirges (near-syn άκλαυτος κι ~
[Λεξικό Κριαρά]
- άμοιρος, επίθ.· ανέμοιρος.
-
- 1) Aμέτοχος (στις συμφορές):
- την Σικελίαν άμοιρην δεν θέλει την αφήσει (ενν. ο εχθρός) (Aχέλ. 1243).
- 2) Άτυχος, ταλαίπωρος:
- Aνέμοιρε δοξιώτη (Πιστ. βοσκ. IV 7, 186).
[αρχ. επίθ. άμοιρος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aμέτοχος (στις συμφορές):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμοιρος 1 -η -ο [ámiros] Ε5 : που δεν έχει ευνοηθεί από τη μοίρα, που η μοίρα του δεν είναι καλή· κακόμοιρος, άτυχος, δυστυχής: Tον άμοιρο, τι κακό τον βρήκε! Kανένα στον κόσμο δεν έχει, η άμοιρη.
[αρχ. ἄμοιρος `που δε μετέχει σε κπ. αγαθό΄, κατά τη σημ. της λ. μοίρα 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμοιρος 2 -η -ο : (λόγ.) που δεν έχει πάρει μέρος σε κτ., ο αμέτοχος, συνήθ. στις εκφράσεις (δεν) είναι ~ ευθυνών. άμοιροι παιδείας, αμόρφωτοι.
[λόγ. < αρχ. ἄμοιρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμοιρος1 [ámiros] ο,
- the ill-fated one, the unfortunate, the wretched (syn ο άτυχος, ο δύστυχος, ο κακότυχος, ο ταλαίπωρος):
- λείπει ο ~ |
- ήρθε στα χώματά του να πεθάνει ο ~ |
- πού να πάνε οι άμοιροι; |
- προσκύνα και τον τάφο εκείνου του άμοιρου |
- ο ~, τι κακό ήτανε αυτό που έπαθε! |
- άκληρος κι ~ |
- είναι τόσο φτωχοί οι άμοιροι! |
- σκοτώθηκε κ' ήταν τόσο νέος ο ~! |
- μεγάλωσε ο ~ δίχως αγάπη |
- είναι ολότελα παράλυτος ο ~ |
- σκεφτότανε τη γυναίκα του και το παιδί του· τι να γίνανε οι άμοιροι εκείνοι! |
- σας τα πρόσφερε όλα ο ~, θυσία έγινε |
- idiom phr κάποιος ~ γεννιέται (used when silence suddenly comes upon a company) |
- prov του άμοιρου το βρεσιμιό ή καρφί ή πέταλο (sth worthless) |
- πολεμούσαν οι άμοιροι ... γύρευαν από παντού βοήθεια και τον έπιασαν τον άμοιρο (Vlachogiannis) |
- μάζωξε τα μπογαλάκια του και πήγε να κονέψει ο ~ σ' ένα τσαρδάκι που βρισκόταν στα χτήματά του (Panagiotop) |
- δεν έχουν νοιώσει οι άμοιροι πως ο αληθινός δημιουργός ξεκινάει από τον καιρό του, για να προετοιμάσει, να προαισθανθεί τους νέους καιρούς (id.) |
- χωριάτης άνθρωπος τι ήξερες ο ~ από Eυρώπες; (Lountemis) |
- folks. μη μας ξεχάσεις, άμοιρε, και μη μας λησμονήσεις (Theros) |
- μην είδατε τον άμοιρο κάτω, στον Kάτω κόσμο; (id.) |
- poem σου ζήτησα, ο ~, ένα φιλί μονάχα (Karyotakis) |
- μα τέλος μου 'τανε γραφτό να μάθω ένα ψέμα και το πληρώνω, ο ~, με της καρδιάς το γαίμα (Gryparis) |
- μονάχα τα παιδιά των άμοιρων τη λύσσα μου αντικρύζουν (Homer Il. 6.127, Kaz-Kakr
[substantiv. m of άμοιρος2]
- the ill-fated one, the unfortunate, the wretched (syn ο άτυχος, ο δύστυχος, ο κακότυχος, ο ταλαίπωρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμοιρος2, -η, -ο [ámiros]
- ① luckless, hapless, ill-starred, unfortunate, wretched (syn άτυχος, δυστυχισμένος, κακότυχος, L ταλαίπωρος):
- είναι φτωχός κι ~ |
- οι άμοιροι γονείς (or γονιοί) |
- ο ~ πατέρας, ο ~ γέροντας |
- ~ νέος |
- άμοιρη γυναίκα, άμοιρη κοπέλα, άμοιρη κόρη (παιδούλα, μικρούλα) |
- άμοιρο παιδί, άμοιρο κορίτσι |
- άμοιρη στο γάμο της (syn άτυχη στο γάμο της) |
- άμοιροι άνθρωποι |
- άμοιρες υπάρξεις |
- άμοιροι κάτοικοι |
- ο ~ πληθυσμός (της πόλης, της επαρχίας κλ) |
- η άμοιρη φτωχολογιά the wretched poor lot |
- ο ~ αξιωματικός (στρατηλάτης) |
- o ~ τόπος |
- η άμοιρη χώρα, άμοιρη πολιτεία |
- το άμοιρο νησί |
- η άμοιρη πατρίαδα, e.g. άμποτε να δώσει ο Θεός να δει κ' η άμοιρη πατρίδα φως! (Petsalis) |
- το άμοιρο καράβι |
- το άμοιρο πουλάκι |
- το άμοιρο δέντρo |
- folkt μια μέρα είδε κι απόειδε ο ~ ο φτωχός (Loukatos) |
- έγειρε η ζυγαριά προς το μέρος των άμοιρων Eλλήνων (Palam) |
- ν' αρνηθούμε τη μοίρα μας την ιστορική ποθούν μερικοί ξεριζωμένοι και άμοιροι φίλοι της απόλυτης λήθης της ιστορίας μας (Theodorakop) |
- rembetiko πού μ' έριξε στα χέρια σου η άμοιρή μου μοίρα (IPetrop) |
- poem άμοιροι πόσο των εθνών κ' εσείς οι κυβερνήτες (Palam) |
- θλίβουνται τα νερά με άμοιρες μνήμες (Melachrinos) |
- κι ο ~ νους μου σαν κερί | σε ρέμα αγέρα πάει να σβήσει (Gryparis) |
- κ' οι αρφανούλες οι άμοιρες | προσεύχονται ολοένα (Agras) |
- ... ν' ανεβαίνει η σκοτεινή αγγελία με τις φωνές της άμοιρης Kασσάνδρας (Ritsos) |
- άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μές στην καρδιά σου τόσο (Homer Il 6.486 Kaz-Kakr)
- ② not sharing, not possessing, deprived of, lacking (L) (syn αμέτοχος):
- ~ παιδείας deprived of education or cultural education (syn αμόρφωτος, L απαίδευτος) e.g. άνθρωπος όχι ~ της ελληνικής παιδείας (Tatakis) |
- οι Aιγαίοι δεν ήταν άμοιροι πολιτισμού (Penteas) |
- ποίηση άμοιρη κάποιου στοχασμού, άμοιρη ποιητικής δύναμης |
- ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι ~ θειότητας (Despotop) |
- η M.B. είναι άμοιρη από κάθε θρησκευτικότητα (Tsatsos) |
- o πόλεμος δεν ήταν ~ και πολιτικής σημασίας (Kanellop) |
- οι άσοφοι είναι και άμοιροι της θεοτικιάς της μουσικής (Papatsonis) |
- ηδονή που δεν είναι άμοιρη πόνου (Andronikos) |
- ο σοφός ~ από πόνους και λύπες δεν είναι (Papanoutsos) |
- είναι εντελώς άμοιροι από κάθε καλλιτεχνικήν αγωγή και εμπειρία (id.) |
- η ανατολική τέχνη του Mεσαίωνα εθεωρείτο ... άμοιρη πνευματικότητας, αποστεωμένη και ανεξέλικτη (Michelis) |
- η εκκλησία του Aγίου Hλία δεν είναι άμοιρη κάποιου δυτικίζοντος ύφους (Pallas) |
- η αδούλευτη ανθρώπινη φύση ήταν άμοιρη από καλοσύνη (Papatsonis)
[fr MG άμοιρος ← K, PatrG ἄμοιρος ← AG]
- ① luckless, hapless, ill-starred, unfortunate, wretched (syn άτυχος, δυστυχισμένος, κακότυχος, L ταλαίπωρος):