Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμνιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμνιο το [ámnio] Ο40 : ο λεπτότατος, διαφανής εσωτερικός υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στα θηλαστικά, στα πουλιά και στα ερπετά.

[λόγ. < αρχ. ἄμνιον, ἀμνίον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνίο [amnío] το, (& αμνίον) zoo, physiol, obstetrics
  • membrane enveloping the embryo, amnion

[fr K ἀμνίον 'id.', der of ἀμνός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνιοκέντηση η [amniokéndisi] Ο33 : δειγματοληψία αμνιακού υγρού που γίνεται με παρακέντηση της αμνιακής κοιλότητας.

[λόγ. < αγγλ. amniocentesis < amnio- = άμνι(ον) -ο- + αρχ. κέντη(σις) `τσίμπημα, τρύπημα΄ -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνιοσκόπηση η [amnioskópisi] Ο33 : οπτική εξέταση της αμνιακής κοιλότητας με ειδικό εργαλείο.

[λόγ. άμνι(ον) -ο- + -σκόπηση απόδ. αγγλ. amniography]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες