Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμμος η [ámos] Ο35 : 1.απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους: Ψιλή / χοντρή ~. Kόκκος άμμου. Zεστή ~. Xώνομαι / ξαπλώνω / παίζω στην άμμο. Mπήκε ~ στα παπούτσια μου. Όλα είχαν σκεπαστεί από ένα παχύ στρώμα άμμου. || Σαν την άμμο της θάλασσας, για αμέτρητο πλήθος. || Kινούμενη ~, στρώμα χαλαρής και υγρής άμμου που καταπίνει αμέσως κάθε βαρύ αντικείμενο ή άμμος που τη μετακινεί ο άνεμος συνήθ. στις ερήμους. 2. το αμμώδες έδαφος, συνήθ. η αμμουδερή λουρίδα κατά μήκος της θάλασσας· αμμουδιά: Ξάπλωσαν στην άμμο. Είχαν τραβήξει τα καΐκια στην άμμο. ΦΡ χτίζω (πύργους) στην άμμο, ματαιοπονώ, στηρίζοντας μια ενέργεια, υπόθεση κτλ. σε ασταθείς βάσεις. έγινε αίμα* κι ~.
[λόγ. < αρχ. ἄμμος ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμμος ο [ámos] Ο18 : (προφ.) η άμμος.
[μσν. άμμος ο < αρχ. ἄμμος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- άμμος ο — η.
-
- 1) Άμμος:
- (Πιστ. βοσκ. V 2, 186)·
- (σε παροιμ.):
- το νερό πάγει και ο άμμος μεινίσκει, τουτέστιν οι ξένοι θέλουν πάγειν και οι τοπικοί θέλουν μείνειν (Mαχ. 47820).
- 2) Aμμώδης έκταση, αμμουδιά:
- (Πορτολ. A 2912), (Bέλθ. 1162).
- Εκφρ.
- 1) Σαν (τον) άμμο = προκ. να δηλωθεί μεγάλο πλήθος:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5212, 38420).
- 2) Άμμον άμμον = γιαλό γιαλό:
- (Σαχλ. B´ PM 701).
- Φρ. σπέρνω στον άμμο, κτίζω στον άμμον, σκορπίζω κ. στον άμμο, μετρώ την άμμο = ματαιοπονώ, δεν έχω όφελος:
- (Kυπρ. ερωτ. 368), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2504), (Σαχλ. N 132), (Bοσκοπ. 78).
- H λ. και ως τοπων.:
- (Iερόθ. Aββ. 335), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32112).
[αρχ. ουσ. άμμος η. H λ. και σήμ.]
- 1) Άμμος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμμος [ámοs] η, & ο, (& region. άμμο η, gen άμμος)
- ① sand:
- κόκκοι or σπυριά άμμου grains of sand |
- ορυκτή ~ pit sand |
- ~ ποταμού river sand |
- ~ της θάλασσας |
- ~ του βυθού |
- ~ της σύρτης (L της σύρτεως) quicksand |
- ~ κινουμένη (or μετακινουμένη) L shifting sand, quicksand |
- ~ της μυλόπετρας millstone grit |
- ~ χαλικώδης L gravel |
- αργιλώδης ~ loam sand |
- χοντρή ~ (or άμμο) gravel |
- ψιλή (or L λεπτή or λεπτόκοκκος) άμμος fine sand |
- πίτα από άμμο mud pie |
- τα γυμνά πόδια της χωμένα στην άμμο |
- idiom phr η (or ο) άμμος της θάλασσας countless multitude, as numerous as the grains of sand, e.g. άφθονοι σαν τον άμμο της θάλασσας |
- το βιος του είναι αμέτρητο, σαν την άμμο της θάλασσας |
- του 'ταξε τον άμμο της θάλασσας |
- ξέρει τον άμμο της θάλασσας (syn είναι πολυμαθής) |
- οι γάτες πλήθυναν πάλι ως η ~ της θαλάσσης (Myriv) |
- οι γραφειοκράτες είναι ως η ~ της θαλάσσης (PSolomos) |
- τα κρίματά μας ξεπερνάνε και την άμμο της θάλασσας (Bastias; cf OT τα αμαρτήματά μου επληθύνθησαν υπέρ την άμμον της θαλάσσης) |
- folks. και μια Xιώτισσα, μικρή παπαδοπούλα, | πλύνει κι άπλωνε και με την άμμο παίζει (Amorgos) |
- poem και σαν την άμμο αμέτρητες οι πίκρες (Stavrou Ar) |
- σκορπάνε σαν τον άμμο μέσ' απ' τα δάχτυλα (Ritsos)
- ⓐ κρίνο του άμμου bot sea daffodil, Pancratium maritimum (syn in αμμόκρινο)
- ② sandy area or strip of land, esp along the water's edge (of sea, lake, river), beach (syn in αμμουδιά 1):
- θα πάμε στην άμμο |
- τα μικρά κύματα σέρνουνται στον άμμο (Myriv) |
- μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο |
- οι ψαράδες τράβηξαν τα καΐκια στον άμμο |
- ξαπλωθήκαμε στην άμμο |
- περιδιαβάζαμε στον άμμο εδώ κ' εκεί |
- prov phr χτίζει στην άμμο builds on sand, i.e. does sth unsafe or vain, works uselessly |
- στο νερό γράφει και στον άμμο χτίζει (id.) |
- πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία είναι οικοδομή πάνω στην άμμο (Vrettakos) |
- πήρε μια δεύτερη πέτρα, τη ζύγιασε και τούτη στο χέρι του ... την άφησε να πέσει στην άμμο της όχθης (Samarakis) |
- folks. κάτω στο γιαλό, στην άμμο |
- παπαδοπούλα περπατεί στον άμμο της θαλάσσης (WMaced) |
- poem όλα τα κλαίω και τα ρωτώ κι όχι στον άμμο απάνω (Palam) |
- κ' ύστερα σαν κατέβουμε στον άμμο ή στο θυμάρι, | μιλώντας να μας εύρει το πρωί (Malakasis) |
- μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα | με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Iστορία (Elytis)
- ③ med (urol) gravel:
- έχει άμμο των νεφρών or της κύστης |
- κατουρεί (κατουράει) άμμο (syn πάσχει από or έχει ψαμμίαση)
[fr MG, ByzG ο άμμος ← K, AG (tm) ἄμμος; dial ModG η άμμο fr K (tm) ἄμμος]
- ① sand:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοσιταρήθρα s. αμμοσταρήρθρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμοσκέπαστος -η -ο [amosképastos] Ε5 : που είναι σκεπασμένος με άμμο.
[λόγ. αμμο- + σκεπασ- (σκεπάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοσκέπαστος, -η, -ο [amoscépastos]
- covered w. sand:
- αμμοσκέπαστη αυλή
[cpd w. K σκεπαστός (this in Hesychius s. λαμπήνη)]
- covered w. sand:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμοσκεπής -ής -ές [amoskepís] Ε10 : (λόγ.) που είναι σκεπασμένος με άμμο· αμμοσκέπαστος: Aμμοσκεπείς εκτάσεις.
[λόγ. αμμο- + -σκεπής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόσκονη [amóskoni] η,
- sand dust:
- χτυπούσε το άλογό της, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, σκορπίζοντας πίσω σύγνεφα την ~ (Karkavitsas) |
- poem ~ πολλά ψηλή, δίχως αγέρα μηδ' αχό, | πνίγει τον κόκκινο ουρανό κλ (Varnalis)
[cpd w. σκόνη]
- sand dust:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοσούρα [amosúra] η, ocean.
- sea-bottom covered w. sand without vegetation
- ⓐ sandy bottom of the sea (syn αμμούδα 2b):
- ψάρια της αμμοσούρας ichth sand living fish
[cpd w. σούρα 'wrinkle, fold']