Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμισθος -η -ο [ámisθos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που τον έχουν προσλάβει και εργάζεται χωρίς μισθό. ANT έμμισθος: ~ υφηγητής / πρόξενος / υποθηκοφύλακας. Οι συμβολαιογράφοι είναι άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι. 2. που δεν έχει ως συνέπεια την καταβολή μισθού. ANT μισθωτός: Άμισθη εργασία. Άμισθη θέση (εργασίας), που η κατοχή της από κπ. δε συνεπάγεται την καταβολή μισθού σ΄ αυτόν.
[λόγ. < αρχ. ἄμισθος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμισθος, -η, -ο [ámisθos] (L) (& rarely άμιστος)
- unpaid, unsalaried, unremunerated (ant έμμισθος, μισθωτός):
- υπάλληλος ~ |
- την έχουν ψυχοκόρη άμιστη |
- προσελήφθη ως ~ συντάκτης |
- διορίσθηκε ~ υφηγητής |
- επιζητούν το αξίωμα του άμισθου υποπρόξενου |
- δικηγόρος ασκούμενος και ~ |
- ~ βοηθός, ~ επιμελητής or επιμελήτρια (εργαστηρίου) |
- στη Λαϊκή Σχολή εδίδασκαν άμισθοι επιστήμονες (Skouzes) |
- οι άμισθοι τότε "Πατέρες του Έθνους" (id.) |
- δυναμισμό μπορεί να αναπτύξει μόνος ένας καλοπληρωμένος επαγγελματίας μαχητής και όχι ένας ~ εθελοντής (PSolomos)
- ⓐ of functions, jobs, positions, unpaid:
- άμισθη απασχόληση |
- θέση άμισθη |
- μια άμισθη έδρα στο πανεπιστήμιο |
- τα άμισθα υποθηκοφυλακεία |
- τα χωριά είχαν στην αρχή μια εθελοντική άμισθη υπηρεσία (Athanasiadis-N) |
- το λειτούργημα του επιτρόπου είναι υποχρεωτικό και άμισθο (Christidis AK)
[fr pap, 2nd c. BC to 7th c. AD), K, PatrG ἄμισθος ← AG]
- unpaid, unsalaried, unremunerated (ant έμμισθος, μισθωτός):