Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμεστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άμεστος, -η, -ο [ámestos]
  • ① unripe, unmatured, of fruits or grains (syn αμέστωτος, άγουρος, αγίνωτος, ant μεστός, μεστωμένος, γινωμένος, ώριμος):
    • άμεστα κουκιά |
    • σταφύλια άμεστα |
    • σιτάρι άμεστο, καλαμπόκι άμεστο |
    • poem κι όσο κι αν δράξει στάχυα, | είτε μεστά είτ' άμεστα (Valaor) |
    • περίσσεψεν η γνώση, πρώμα | ξασπρίζουν τ' άμεστά μας θέρη (πρώμα = πρώιμα; Gryparis) |
    • μοιάζω με τ' άφωνο πουλί, | με τ' άμεστο μοιάζω σιτάρι (Mavreas)
  • ② not yet matured, immature, of humans (of body and/or mind) (syn αμέστωτος 2, άπλερος, ant μεστωμένος):
    • άμεστο παιδί, άμεστο κορίτσι |
    • άμεστα στήθια (of women) |
    • άμεστο μυαλό immature mind |
    • poem σύρτε και πάρτε τ' άμεστα κι αθώα μαζί σας βρέφη (Gryparis) |
    • ... τους πήρα της παρθενίας τον άμεστον ανθόν | εγώ, του Δράκου η ζωντοχήρα (id.)

[fr LMG άμεστος (Somavera) ← K (pap, 3rd c. AD), ByzG (Romanos Melodos) ἄμεστος, cpd w. μεστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες