Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμεσο [ámeso] το,
- immediacy (syn αμεσότητα):
- εκτιμώ πολύ το ~ των ενεργειών σας
[substantiv. n of άμεσος]
- immediacy (syn αμεσότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσολάβητα [amesolávita] adv
- without mediation or intervention
[der of αμεσολάβητος; cf also PatrG ἀμεσολαβήτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσολάβητος, -η, -ο [amesolávitos] (L)
- taking place without mediation or intervention of a third party
[cpd w. μεσολαβώ 'mediate, intervene'; cf K ἀμεσολάβητος 'unable to be gripped round the middle']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμεσος -η -ο [ámesos] Ε5 : που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να παρεμβάλλεται κτ. άλλο και κυρίως: 1. πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια. ANT έμμεσος: Οι άμεσοι πρόγονοι / απόγονοι / κληρονόμοι κάποιου. Πρέπει να αναφερθείς πρώτα στον άμεσο προϊστάμενό σου. Άμεση επαφή με κτ. / αναφορά σε κτ. / κατηγορία εναντίον κάποιου. Άμεση μετάδοση / επικοινωνία / εκλογή / σχέση. Άμεση φορολογία, που γίνεται με βάση τα εισοδήματα. || προσωπικός: Άμεση αντίληψη για κτ. / συμμετοχή σε κτ. Άμεση γνώση / εμπειρία. || (γραμμ.): Άμεσο αντικείμενο, που κυρίως αυτό δέχεται την ενέργεια του ρήματος. || (φιλοσ.): Άμεση γνώση, που προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις. (λογ.) ~ συλλογισμός, που το συμπέρασμά του βγαίνει από μία μόνο κρίση. || (βιολ.): Άμεση γένεση, δημιουργία δύο τέλειων κυττάρων από διάσπαση ενός. 2. χρονικό διάστημα: Tο άμεσο μέλλον. ~ κίνδυνος. Aπαιτείται άμεση χειρουργική επέμβαση. Οι ενέργειες της αντιπολίτευσης προκάλεσαν την άμεση κυβερνητική αντίδραση. Yπάρχει άμεση ανάγκη για δράση. Άμεση Δράση*.
άμεσα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Πήρε ~ μέρος στα γεγονότα. Δωμάτιο που επικοινωνεί ~ με την αυλή. Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον ~ με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου. αμέσως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄμεσος `χωρίς ενδιάμεσο΄ & σημδ. γαλλ. immédiat, direct]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμεσος, -η (&-ος), -ο, [ámesos]
- ① immediate, direct (ant έμμεσος):
- άμεσο χτύπημα direct kick |
- άμεση επικοινωνία |
- άμεση παράδοση immediate delivery |
- άμεσα έξοδα direct expenditures |
- άμεσοι φόροι direct taxes (i.e. collected directly from taxpayers; ant έμμεσοι φόροι) |
- άμεση δράση or ενέργεια immediate action |
- άμεση εργασία direct labor |
- άμεση παρατήρηση direct observation, άμεση σκόπευση direct laying (or pointing) |
- άμεση συνεννόηση direct communication (by radio) |
- άμεση υποστήριξη direct support; άμεση βολή, άμεσα πυρά direct fire |
- άμεση διέγερση direct excitation, άμεση λήψη direct pick-up |
- άμεση (μεταλλοεπαγωγική) σύζευξη direct coupling |
- ο ~ σκοπός the immediate objective |
- στην άμεση γειτονιά in the immediate vicinity |
- άμεσο αντικείμενο ling, synt direct object (ant έμμεσο αντικείμενο) ; philos proximate object |
- ~ συλλογισμός |
- άμεσα δεδομένα της συνειδήσεως (αισθήματα, συναισθήματα, πάθη) |
- άμεση έκφραση συναισθημάτων direct expression of feelings |
- βρίσκουμε αμεσότερες δυτικές επιδράσεις και συγκεκριμένα γαλλικές |
- άμεση αίσθηση, e.g. υποβάλλουν στον αναγνώστη την άμεση αίσθηση του χρόνου (Panagiotop) |
- άμεση αισθητική απόλαυση |
- άμεση αντίληψη |
- ~ αντίχτυπος |
- άμεση απάντηση |
- άμεση απήχηση στην ψυχή του κοινού |
- συναιρείται το άμεσο βίωμα με τα θησαυρίσματα της μνήμης (Papanoutsos) |
- πρωταρχικά ή άμεσα δεδομένα (id.) |
- κρατώ κάτι κάτω από τον άμεσο έλεγχό μου |
- άμεση εμπειρία, e.g. μιλεί από άμεση εμπειρία, η έμπνευση πηγάζει από άμεση εμπειρία |
- άμεσες διαπιστώσεις |
- άμεση (προσωπική μου) εντύπωση |
- άμεση ή έμμεση επίδραση |
- βρίσκομαι σε άμεση επικοινωνία με κ. |
- το θεό δεν τον γνωρίζομε έμμεσα, αλλά με άμεση θέα (Tatakis) |
- μια απλή και άμεση κρίση |
- άμεσο κριτήριο |
- έχουμε άμεσες μαρτυρίες |
- οι αξιοπιστότερες ιστορικές πηγές είναι οι άμεσες, τα γραπτά μνημεία (Vacalop) |
- τεκμήρια άμεσα και έμμεσα |
- οι χριστιανικοί πληθυσμοί υπέκυψαν στον άμεσο ή έμμεσο καταναγκασμό του τουρκικού περιβάλλοντος (Vacalop) |
- άμεση μίμηση |
- άμεση παρουσία του Θεού |
- άμεσο φανέρωμα του εγώ |
- παίζουν έναν άμεσο ρόλο |
- άμεσοι σκοποί της ζωής |
- νοιώθουμε με άμεση σύλληψη w. intuition |
- η άμεση συμβολή του υπήρξε περίπου μηδαμινή (Thrylos) |
- τα άμεσα (οικονομικά, πολιτικά κλ) συμφέροντα |
- κατά τρόπο άμεσο |
- άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία |
- έχω λάβει προσωπικό κι άμεσο μέρος |
- ο λόγος αναπτύσσεται ευθύτερος και αμεσότερος, καθώς στις "Eυμενίδες" (Panagiotop) |
- άμεση είναι από τους δασκάλους μας η αμεσότερη έκφραση του ψυχικού μας κόσμου, η γλώσσα που μιλούμε (Delmouzos) |
- αμεσότερη ένδειξη παρέχεται από τοιχογραφία (Pallas)
- ⓐ very or most immediate:
- άμεση ανταπόκριση very immediate response |
- άμεση αντεπίθεση |
- άμεσοι στόχοι, άμεση σκοπιμότητα |
- άμεση επιτυχία |
- άμεση απήχηση, e.g. οι μεγάλοι μουσουργοί βρήκαν άμεση απήχηση στο καλλιεργημένο κοινό |
- βαθιές ανθρώπινες αλήθειες είχαν άμεση απήχηση (Melas) |
- άμεση διδακτική ωφέλεια |
- το μορφωτικό βιβλίο έχει άμεση και έμμεση ακτινοβολία |
- η άμεση επιδίωξη του Pήγα |
- τα άμεσα προβλήματα που μας θέτει η ζωή |
- η συμφιλίωση ήταν άμεση |
- σ' αυτά βρίσκεται η άμεση πηγή της πνευματικής μας ζωής (Papantoniou) |
- το άμεσο μέλλον the most immediate future (syn το αμέσως προσεχές μέλλον) |
- πριν από το απώτερο μέλλον υπάρχει το άμεσο παρόν (Palaiologos) |
- οι άμεσοι πρόγονοι, e.g. ο μύθος είχεν αναπτυχθεί και πλουτισθεί από τη φλογερή φαντασία των αμεσότερων προγόνων (Papanoutsos) |
- ο Pήγας δεν είχε αμεσότερη ανάμιξη στη σύνταξη των υπομνημάτων του Πέτροβιτς (Vranousis) |
- αίτημα για την άμεση αυτοδιάθεση των Kυπρίων (Christidis) |
- η συνάντηση των νέων είχε άμεση συνέπεια τον έρωτά τους |
- ζητεί άμεσο αντάλλαγμα |
- κήρυγμα κι άμεση πράξη επαναστατική κ' αιματηρή ο "Θούριος" (Melas)
- ⓑ hanging over one's head, imminent (syn επικείμενος, επικρεμάμενος):
- υπάρχει ~ κίνδυνος, e.g. ο ~ κίνδυνος πέρασε, βρίσκομαι σε άμεσο κίνδυνο, ο ολοκληρωτισμός αποτελούσε τον πιο άμεσο κίνδυνο
- ⓒ prompt, instant (syn γρήγορος, σύντομος):
- άμεση επέμβαση |
- άμεση δράση prompt action |
- άμεσα μέτρα prompt measures implemented |
- ο δανειστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την άμεση πληρωμή του χρέους (Christidis AK) |
- άμεση θεραπεία instant therapy |
- άμεση περίθαλψη |
- ο λαός δεν θέλει προσπάθειες θεατρικές χωρίς άμεση αμοιβή (Thrylos) |
- χτυπάτε παλαμάκια κ' έρχεται άμεση η ανταπόκριση |
- "έφτασε" (Palaiologos)
- ⓓ urgent (syn επείγων):
- άμεση χρεία |
- άμεση ανάγκη βοηθείας |
- άμεσες ανάγκες, e.g. είναι και οι δύο αμεσότατες, επιτακτικές ανάγκες (Tsatsos) |
- τα έργα των νεωτέρων συγγραφέων είναι πολύ πιο κατάλληλα για τις άμεσες ανάγκες (Vrettakos) |
- στο γλωσσικό ζήτημα ο Kοραής ζήτησε να βρει μιαν άμεση επείγουσα λύση (Theotokas) |
- προβλήματα ζητούν μια λύση άμεση
- ② being in proximity, near, close (syn στενός, κοντινός):
- άμεση γειτονία (or εγγύτητα) |
- άμεση εποπτεία |
- ~ δεσμός, e.g. διατηρούν άμεσους δεσμούς |
- επηρεάζεσαι από τον άμεσο αυτό δεσμό μαζί του (Melas) |
- άμεση σύνδεση με το κέντρο |
- τα θέατρα βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από το Δήμο της έδρας τους (Varikas) |
- άμεση επαφή close contact, e.g. ήρθα σε άμεση επαφή με τα παιδιά |
- ο συγγραφέας έρχεται σε άμεση επαφή με το κοινό (Thrylos) |
- βρίσκεται σε άμεση επαφή με τη φύση (Panagiotop) |
- οι παρατηρήσεις του καρδιναλίου βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την ιδέα του περί Θεού (Kanellop) |
- άμεση σχέση, e.g. το θέμα έχει άμεση σχέση με τη μελέτη μου αυτή (Delmouzos) |
- η τεχνοτροπία του δεν έχει άμεση σχέση με την τεχνοτροπία του Φρα Aτζέλικο (Kanellop) |
- αμεσότερη φαίνεται ότι είναι η σχέση του αγαλματίου της Δρέσδης (Despinis) |
- τα έργα της τέχνης του λόγου βρίσκονται σε συσχετισμό άμεσο ή έμμεσο με τα καλλιτεχνήματα των άλλων τεχνών (Papatsonis) |
- συσχετίσεις βρίσκει αμεσότερες με τα βιολογικά φαινόμενα (Lambridi) |
- δίνουν και μιαν άμεση απεικόνιση της σύγχρονής τους ζωής (Dimaras) |
- θεωρούσε τη Φύση αμεσότατο πρότυπο του ωραίου (Kanellop)
[fr K, PatrG ἄμεσος ← AG]
- ① immediate, direct (ant έμμεσος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσότατα s. άμεσα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσότατος s. άμεσος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσότερα s. άμεσα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσότερος s. άμεσος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεσότητα η [amesótita] Ο28 : η ιδιότητα του άμεσου, έλλειψη δηλαδή παρεμβολής: 1. προσώπου, πράγματος, ενέργειας κτλ.: Γράφει / μιλάει με ~. H ~ της σχέσης που ενώνει το αίτιο με το αποτέλεσμα. 2. χρονικού διαστήματος: H ~ της αντίδρασης κάποιου / του κινδύνου.
[λόγ. < μσν. αμεσότης < άμεσ(ος) -ότης > -ότητα]