Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμεσα [ámesa] adv
- immediately, directly (syn χωρίς διάμεσο, απευθείας, ant έμμεσα):
- (δε) γνωρίζω το πράγμα ~ |
- ο καταναλωτής συνεννοείται ~ με τον παραγωγό |
- αντικρύζω τον κίνδυνο ~ |
- αντιλαμβανόμαστε το αντικείμενο ~ |
- το αντικείμενο προσπίπτει ~ στις αισθήσεις μου |
- εκφράζω το νόημα ~ |
- διατυπώνει λιτά και ~ όσα θέλει να πει |
- συλλαμβάνει ο νους ~ μια έννοια |
- εκθέτει ~ τη θεωρία του για τον πόλεμο |
- λέξεις που μιλούν ~ στις αισθήσεις |
- δέχομαι την επίδρασή του ~ |
- το έργο επηρεάζει ~ |
- επηρεάστηκε ~ απ' αυτό |
- μιλεί ~ στο λαό |
- μας μεταβιβάζει ~ τις συγκινήσεις του |
- η τέχνη (η θρησκεία) μιλάει ~ στον άνθρωπο |
- τα μέλη της βουλής εκλέγονται ~ από το λαό |
- τα γεγονότα ενδιαφέρουν ~ τον καθένα |
- αντλεί ~ από τη ζωή |
- κάθε πρόταση ~ ή έμμεσα αναφερόμενη στην ηθική διαγωγή του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- η δράση πηγάζει ~ ή έμμεσα από αιτίες διάφορες |
- ~ αισθητός, νοητός, κατανοητός, πραγματοποιήσιμος, προηγούμενος, προσιτός |
- ~ ή έμμεσα χρήσιμος |
- ζήτημα ~ συνυφασμένο με την οικονομική πολιτική (Papanoutsos) |
- μια περίπτωση ~ συνδεδεμένη με την κίνηση των ιδεών (Koumarianou) |
- το ~ νοούμενο ον |
- έργο ~ αποδοτικό |
- τύπος ~ εμπνευσμένος από τους κωμικούς τύπους του Σαίξπηρ (Melas) |
- ήτανε βέβαιη κι ~ επικείμενη η έκρηξη πολέμου των τριών ιμπέριων (id.) |
- σε μια γλώσσα γνήσια, δημοτική της ζωντανής λαλιάς, ~ παρμένη από τα χείλη του λαού (id.) |
- το πνεύμα δεν ελέγχεται ποτέ ~ από το κράτος (Theodorakop) |
- το ποίημα είναι ~ εμπνευσμένο από την ελληνική παράδοση (Dimaras) |
- το ουσιώδες, το φόντο της μεταβολής, έχει ~ προέλθει απ' το προηγούμενο πολιτιστικό στάδιο (Kasimatis) |
- θίγομαι αμεσότερα |
- μ' ενδιαφέρει το πνεύμα αμεσότερα |
- ο παπάς θα μπορούσε ασφαλώς να επικοινωνήσει αμεσότερα με Kείνον (Chatzinis) |
- έτσι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί αμεσότερα ο ελληνισμός (Dimaras) |
- τα δυο πρώτα (γλυπτικά) αντίγραφα συνδέονται μεταξύ τους αμεσότερα (Despinis) |
- ο Σολωμός επηρεάζεται αμεσότατα από τη σύγχρονή του ιστορία (Theotokas) |
- οι θεωρίες που διαυλακώνουν τον ευρωπαϊκό χώρο του πνεύματος κινούν αμεσότατα την προσοχή του (Panagiotop) |
- το (γλυπτικό) αριστούργημα πηγάζει αμεσότατα από τα βάθη της εξπρεσιονιστικής ψυχής (Kanellop) |
- είναι ψέμα πως ο Παλαμάς δεν ζει αμεσότατα τη ζωή την ίδια (Tsatsos)
[der of άμεσος]
- immediately, directly (syn χωρίς διάμεσο, απευθείας, ant έμμεσα):