Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμεμπτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άμεμπτος, επίθ.
  • Άψογος·
    • (εδώ προκ. για την τροχιά του ήλιου) που δεν παρεκκλίνει:
      • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 48r).

[αρχ. επίθ. άμεμπτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμεμπτος -η -ο [ámemptos] Ε5 : που είναι τελείως σωστός, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον κατηγορήσει. ANT μεμπτός: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Άμεμπτη εμφάνιση / συμπεριφορά / διαγωγή. άμεμπτα ΕΠIΡΡ: Οι εξετάσεις / όλα έγιναν ~.

[λόγ. < αρχ. ἄμεμπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμεμπτος, -η, -ο [ámemptos] (L)
  • irreproachable, blameless, impeccable, unimpeachable, faultless (syn ανεπίληπτος, αψεγάδιαστος, άψογος,:
    • άμεμπτη διαγωγή, e.g. ο χαρακτήρας μου ήταν ίσιος κ' η διαγωγή μου άμεμπτη (Xenop) |
    • άμεμπτη συμπεριφορά blameless behavior |
    • άμεμπτα ήθη blameless practices |
    • η φιλοξενία υπήρξε άμεμπτη |
    • ένας ~ έφηβος |
    • άμεμπτη γυναίκα, κοπέλα |
    • άμεμπτη οικοδέσποινα |
    • άμεμπτη Eλληνίδα |
    • ~ καλλιτέχνης, λογοτέχνης, διδάσκαλος κλ |
    • είναι ~ he leaves nothing to be desired |
    • άμεμπτη περιβολή |
    • φόρεσε κ' η Eρμιόνη τον άμεμπτο χιτώνα (Panagiotop) |
    • άμεμπτο σώμα, άμεμπτη μορφή |
    • άμεμπτη υγιεινή κατάσταση, άμεμπτη καθαριότητα |
    • άμεμπτη συμμετρία |
    • άμεμπτα γεωμετρικά σχήματα |
    • τείχος χτισμένο με σκούρα πέτρα σε άμεμπτο ισοδομικό ρυθμό (Panagiotop) |
    • μια καλαισθησιά άμεμπτη |
    • άμεμπτο γούστο |
    • άμεμπτη τέχνη του στίχου |
    • η στιχουργία ήταν άμεμπτη κ' η ρίμα αντηχούσε πλούσια (Xenop) |
    • άμεμπτη ηθοποιία |
    • άμεμπτη λογοτεχνική μορφή |
    • άμεμπτο, συγκρατημένο, αριστοκρατικά ψυχρό ύφος (Kanellop) |
    • έγραψε πολλά ποιήματα· δεν είναι όλα άμεμπτα έργα (Panagiotop) |
    • ~ λόγος, e.g. ήρθε και κήρυξε το λόγο τον άμεμπτο ο Παύλος (Panagiotop) |
    • άμεμπτη λογική |
    • υπάρχει η άμεμπτη γλώσσα και το θαυμάσιο και υποδειγματικό ύφος (Sachinis) |
    • οι δυο κρατούσαν άμεμπτη ουδετερότητα (Karagatsis) |
    • poem Eσύ, για με προστάτης άγγελός μου, | άμεμπτα φύλαε τα πατήματά μου (Laskaratos)

[fr K, PatrG ἄμεμπτος ← AG, cpd w. AG μεμπτός: μέμφομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες