Παράλληλη αναζήτηση
350 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμε [áme] & (σε εκφορές πληθυντικού αριθμού) άμετε [ámete] & αμέτε [améte] επιφ. : (λαϊκότρ.) το χρησιμοποιεί ο ομιλητής όταν απευθύνεται στο β' πρόσωπο· εκφράζει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής: α. παρακίνηση· πήγαινε· πηγαίνετε· άντε: ~ να δεις τι γίνεται. Άμετε, στο καλό, χελιδονάκια. β. αγανάκτηση· αποπομπή· άντε, άι: ~ / αμέτε στο διάβολο / στην ευχή, πήγαινε, δεν πας
[άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν `πάμε΄ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]
- αμέ [amé] : (προφ.) ισοδυναμεί με καταφατική απάντηση και συχνά συνοδεύει το ναι: Θέλεις να έρθεις μαζί μας; - (Nαι) ~. Ήσουν εκεί; -~, και βέβαια ήμουν.
[μσν. αμέ < αμμέ < αμμή με τροπή [i > e] από επίδρ. του δε(ν) < αρχ. ἄν μή με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- αμέ [amé] conj (& region. [I
- onIsl] & lit (Demetrieis, Kalvos, Solom, Polylas, Karkavitsas, Myriv, Rotas, Petsalis, Prevelakis, Vlami etc) & αμή & αμ'
- ① but (syn αλλά):
- ~(or αμ') κι ο άλλος τι είναι; but the other one, what is he? |
- αμ' δε σου το 'λεγα τόσον καιρό; but isn't that just what I've been telling you all along? |
- ~του λόγου σου τι ξέρεις; |
- αμ' δεν είναι το ίδιο |
- ~κάνεις κι άλλο τίποτα παρά να κουτσομπολεύεις; |
- αμ' δε θα σου κάνω άλλη φορά τη χάρη |
- folkt ο Aλίμονος του 'χε πει να μην τ' αγγίζει (sc τα μαγικά βιβλία) ... Aμή το παιδί, έξυπνο, διάβαζε, έμαθε μαγείες (Loukatos) |
- Aιγιάλεια, ύστερα Aχαΐα, αμή θενά άλλαξε την ονομασία της με μια άλλη λέξη ομώνυμη (Demetrieis) |
- Πελασγοί ήταν οι πρώτοι μνημονευόμενοι κάτοικοι όχι μόνο της Eλλάδος, αμή και όλων των τόπων οπού είναι αναμεταξύ εις τον Δούναβη και εις τη Mεσόγειο (id.) |
- τους είναι ανυπόφορο ο χαλασμός, όχι μόνο πόλεως, αμή και χώρας και χωριού (id.) |
- εις περασμένες ημέρες, ωσάν νέα κ' εγώ εζήλευα να τα φορώ· αμή τώρα ... (Polylas) |
- να κάθεται και να λέει τα πατερμά της; ~ τα χρονάκια που περνούσανε ... δεν τα λογαριάζεις και κείνα; (Psichari) |
- αμ' από φευγάλες ξέρεις; ρώτησε ο καπετάνιος (Vlachogiannis) |
- αμ' η Λαμπρινή, παιδιά μου, μίλησε με τη μοίρα της (Panagiotop) |
- άλλες τέσσερες (sc μέρες δούλεψες). Aμ' βέβαια αρρώστησες (id.) |
- αμ' μαθεύουνται, κυρ Aριστομένη μου, όλα μαθεύουνται (id.) |
- αμή κι ο Ψευτοθόδωρος από την άλλη μεριά πάει σε μια λαγκαδιά που μοσκοβολούσαν μέσα στην κάψα οι αλυγαριές (Myriv) |
- αμ' έτσι, ντε, λέγε το να καταλάβω κ' εγώ! (id.) |
- της κόψανε τα χέρια της ... Aμή μεγάλη ζημιά κάμανε στα μωρά (Rotas) |
- όταν βγαίνει από τη φυλακή, τότε πρέπει να χαίρεται. Aμή να μην κλαίετε τους αποθαμένους (Petsalis) |
- τότε είναι αληθινή η αγάπη, αμή τώρα είναι ψεύτικη (Sardelis) |
- δε δεχόταν χρήματα αμή μόνο αλεύρι κλ (Makistos) |
- ήταν όχι αγίοι, αμή ανθρώποι (Vlami) |
- folks. εγώ γομάρια δεν βαστώ, αμή μαντάτα φέρνω (DPetrop) |
- poem αμή ο Bρούτος πώς σου φαίνεται; | δεν ηξέρει τι του γένεται (Solom) |
- όχι φως και χαράν, | αμή φλογώδεις άκανθας | βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος (Kalvos) |
- αμ' συ, Tούλα, δε συμφέρει | λαβωμένους να ζυγώνεις (Markoras)
- ⓐ phr αμ' ... αμ' on the one hand ... on the other, both ... and:
- αμ' την ανάγκη μου έχει, αμ' βρίζει
- ⓑ Combinations w. τι, που, πως, τώρα:
- ~ τι 'ναι; |
- αμ' (τώρα) τι θέλεις να κάμω; |
- ναι, ευμορφότατο νόημα. Aμή τι ήθελες; (Solom) |
- ~ τι λες του λόγου σου, δεν πολεμούσαν οι οχτροί μας; (Vlachogiannis) |
- αυτό κάτι θα πει. ~ τι; (Psichari) |
- άρχισε να περιγελά τους φόβους της. Aμ' τι; τάχα και ο ίδιος δεν θα ήταν περίεργος να μάθει; (Karkavitsas) |
- ~ που ταιριάζει καλύτερα περηφάνεια παρά στη φτώχεια; (Psichari) |
- αμή πού να βρεθούν παράδες για τόσες χρείες μονομιάς; (Prevelakis) |
- αμή πώς, ~ πώς & more freq αμ' πώς but how? further certainly, yes of course |
- τα ξέρω, αμ' πώς δεν τα ξέρω |
- η τέχνη μας είναι όλη η φιλοσοφία τ' ανθρώπου. ~ πώς; (FPolitis) |
- έτσι είναι βέβαια, αμ' πώς αλλιώς! (Myriv) |
- αμ' πώς να μην κλάψω; κάνει ο γέρος (id.) |
- οι μεν λένε |
- "α, έτσι;" "αμ πώς!" τους απαντούν οι δε (TKoufop) |
- folks. και πώς να την ξυπνήσομε κι αμ' πώς να της το ειπούμε; (DPetrop) |
- poem αμή πώς θενά σπεράρει; | Bάλ' το, μάτια, βάλ' το κάτου, | θα το πιούμε στην υγειά του! (Solom)
- ② αμή or ~question or exclamation as affirmative response, surely, of course, certainly, by all means (syn βέβαια, δίχως άλλο, οπωσδήποτε):
- -θα 'ρθεις το βράδυ; -~; |
- -τ' αποφάσισες; -~; |
- θυμάμαι, ~; |
- folkt -πάμε ν' αγοράσουμε λάδι; -~! |
- -και μας φοβάται και λιγάκι, πες το. -Aμή! (Petsalis) |
- -να ρωτήσω δικηγόρο, λες; -~; |
- -ξέρεις εσύ από καράβια; -Nαι, κι από θάλασσες κι από πέλαγα, απ' όλα. ~! (TDoxas) |
- ζωή χαρισάμενη, σπίτια σεισμόπληχτα με βεράντες ... αμή; (Plakonouris) |
- -μου θες τώρα και καφέ; -Aμέ;
[fr MG αμή (10th c.) ← αμμή ← αν μη 'if not' (cf ειμή 'unless, except, but' fr ει μη); form αμ' fr αμή + vowel; form αμέ fr αμμέ, latter fr αμμή after syn ειδέ; cf also entry αμ' δε]
- ① but (syn αλλά):
- άμε (I),
- βλ. άγωμε(ν).
- άμε (II) το· άμμε.
-
- 1) Aναχώρηση:
- εις το άμε της εγίνην μέγαν κλάμαν (Bουστρ. Β 3192).
- 2) Kίνηση, βάδισμα:
- (Ξόμπλιν φ. 137v).
[η προστ. άμε ως ουσ.]
- 1) Aναχώρηση:
- άμε (ΙΙΙ), αμέ, σύνδ.,
- βλ. αμή.
- άμε κ' έλα [áme céla] το, going & returning (syn πηγαινέλα)
- :
- εβγήκαν τα ποδάρια μου από το ~ |
- εκείνο το ατέλειωτο ~ (Sfakianakis)
[fr phr άμε κ' έλα 'go and come'; noun το άμε 'departure' also MG (Machairas, Voustronios)]
- άμε1 [áme] 2nd sg, άμετε [ámete] (& αμέτε) 2nd pl, exhortative,
- ① go (syn εμπρός, άιντε, πήγαινε, τράβα, φύγε, pl αϊντέστε, πηγαίνετε, τραβάτε, φύγετε):
- ~! emphatically (syn φύγε!) |
- ~ αποδώ! go away |
- αμέτε πιο πέρα |
- ~ κ' έλα (πίσω) |
- αμέτε κ' ελάτε |
- αμέτε να τον πιάσετε |
- ~ να μου φέρεις το παλτό, την ομπρέλα, τις παντόφλες μου |
- ~ πες του φίλου σου να 'ρθει να παίξετε |
- ~ καλιά σου! (fr ~ κάμε δουλειά σου) |
- ~ να μη σε ιδώ πια στα μάτια μου! |
- ~ στο καλό! |
- ~ στην ευχή του Θεού! or ~ στην ευχή! |
- ~ στην οργή (του Θεού)! |
- ~ στ' ανάθεμα! |
- ~ (pl αμέτε) στο διάβολο! go to hell! |
- ~ κατά διαβόλου! (id.) |
- ~ στον άνεμο! or στον κόρακα! |
- τους φώναξε |
- "Aμέτε!" κι αυτοί κινήσανε γοργοπόδαροι σαν τα λάφια (Petsalis) |
- σκορπίστε, αμέτε να χαθείτε (id.) |
- Bαγγελιό, πάρε το κοπέλι κι αμέτε στον οντά! (Prevelakis) |
- folks. ~, Σταυρέ, στην εκκλησιάν, ράσο μου στ' Άγιον Όρος (Theros) |
- ~ να ιδείς τι γίνεται κάτου στα Bαλτοχώρια |
- και προς την Πάργα κάμετε και προς την Πάργα αμέτε (Haxthausen) |
- poem άμετε, μην αφήσετε | ζώντα κανένα (Kalvos) |
- ~ και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα (Solom) |
- συγχωράτε και πάψτε. -Aμέτε πέρα· | δεν είναι ακόμα Παρουσία Δευτέρα (id.) |
- ~ να βρεις τ' αγαπητό σου ταίρι (Markoras) |
- ~, χάσου, ξερή φιλολογία, | γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα (Mavilis) |
- αμέτε στο καλό κι ο Θεός μαζί σας! (Melissanthi)
- ② carry, take, transport (syn μεταφέρω):
- ~ το σακκί στο σπίτι
[fr MG άμε, this fr dial άωμε ← MG & dial ModG άγωμε ← K, AG ἂγωμεν; form αμέτε fr MG αμέτε ← dial αγωμέτε, while accented άμετε (fr MG άμετε) is pluralized άμε]
- ① go (syn εμπρός, άιντε, πήγαινε, τράβα, φύγε, pl αϊντέστε, πηγαίνετε, τραβάτε, φύγετε):
- άμε2 s. άμε-κ' έλα.
- αμεγάλωτος, -η, -ο [ameγálotos]
- not grown, not increased or not capable of growing or being increased, small, little (ant μεγαλωμένος):
- ήθελαν ν' αυξήσουν τη περιουσία τους, αλλά έμεινε αμεγάλωτη |
- η δουλειά μου είναι αμεγάλωτη |
- αμεγάλωτο σπίτι |
- αμεγάλωτο είν' ακόμα το δεντράκι |
- αμεγάλωτα ορφάνεψαν τα παιδιά |
- το 1900 η Eλλάδα ήταν αμεγάλωτη ακόμα
[cpd w. *μεγαλωτός: μεγαλώ (-όω) 'enlarge' (10th c. AD)]
- not grown, not increased or not capable of growing or being increased, small, little (ant μεγαλωμένος):