Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμβωνας ο [ámvonas] Ο5 : εξέδρα στις χριστιανικές εκκλησίες, από όπου συνήθ. γίνεται η ανάγνωση του ευαγγελίου και το κήρυγμα: Ο διάκος / ιεροκήρυκας ανέβηκε στον άμβωνα. Ξύλινος / μαρμάρινος ~.
[λόγ. < ελνστ. ἄμβων, αιτ. -ωνα, αρχ. σημ.: `φρύδι λόφου΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμβωνας [ámvonas] ο, (& L άμβων & dial & lit Psichari, Palam άμπωνας & Mt Athos [Papatsonis] acc pl άμβωνες, αμβώνους)
- ① ambo, pulpit:
- έγινε κήρυγμα από τον άμβωνα |
- αναγγέλθηκε από τον άμβωνα |
- ο διάκος ανέβηκε στον άμβωνα |
- ο ιεροκήρυκας μίλησε από τον άμβωνα |
- ακουμπά ο ιεροκήρυκας στο κάγκελο πάνω στον άμβωνα (Myriv) |
- βρέθηκαν στη θέση των παιδιών κάτω από τον άμβωνα (Patatzis) |
- (στην Kαλαμπάκα, τους μεσαιωνικούς Σταγούς υπάρχει) η παλιά τρισυπόστατη βασιλική της με τον περίφημο μαρμάρινο άμβωνα στη μέση (Panagiotop) |
- poem αγνάντια από τον άμπωνα σαν ξεχασμένη αρχαία | μια πολυθρόνα στέκεται (Palam) |
- την εκκλησίαν αγαπώ, τα εξαπτέρυγά της |...| τα φώτα, τις εικόνες της, τον άμβωνά της (Kavafis) |
- μας λες |
- "μη γνώτω η δεξιά | τι πράττει η αριστερά σου"· | γι' αυτό άλλα λες στον άμβωνα κι άλλα στην ανιψιά σου (Skokos) |
- ότι μπορούσε να μιλεί από τον άμβωνα ένα στάχυ (Vrettakos)
- ⓐ balcony or alcove in the refectory wall where the reader stands while reading to his fellow monks during meals, Mt Athos:
- και μνέσκουν οι ωραιότατες, οι χριστιανικότατες οι τράπεζες, οι ολομάρμαρες με τους αμβώνους για το Συναξάρι και την Kλίμακα την ώρα του φαγιού (Papatsonis)
- ② tribune or platform & synecd the spokesmen of an institution or agency (among them the Church):
- ~ της αλήθειας |
- το βήμα του δικαστηρίου και ο ~ τι θα κάνουν; (Papanoutsos) |
- βλέπετε στον άμβωνα της δημοκρατίας κήρυκες του ναζισμού (Palaiologos) |
- ο Σαβοναρόλα πήδησε από τον άμβωνα της εκκλησιάς των Δομινικανών στον επιβλητικόν άμβωνα του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας (Kanellop)
[fr MG άμβων (also in Du Cange) ← ByzG, PatrG ἂμβων ← AG]
- ① ambo, pulpit: