Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμβλωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άμβλωμα [ámvloma] το, (L)
  • abortion, monstrosity (syn εξάμβλωμα)

[fr PatrG ἂμβλωμα 'abortion; abortive child' ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες