Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμα
327 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμα [áma] σύνδ. : I1.χρονικός· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη σχεδόν σύγχρονη με αυτήν που εκφράζει η κύρια πρόταση· μόλις, όταν: ~ τελειώσει τα μαθήματά του, θα βγει να παίξει. ~ περάσουν τρεις μήνες, θα μπορεί να περπατήσει. ~ πεις το όνομά του, θα σε δεχτούν αμέσως. || με την έννοια της επανάληψης· κάθε φορά που: Tην έπιανε το παράπονο, ~ θυμόταν το τι είχε περάσει. || αόριστα και γενικά· αν: Θα σου το στείλω, ~ τυχόν το βρω. ~ το θυμηθείς, τηλεφώνησέ τους. || για να εκφράσουμε την αδιαφορία και αμέλεια κάποιου: ~ το θυμηθεί, να μας γράψεις! 2. εκφράζει: α. εκτός από τη χρονική σημασία, συγχρόνως υπόθεση· όταν: ~ βιάζεται κανείς, κάνει λάθη. ~ θέλει κανείς, όλα τα καταφέρνει. ~ έχεις φίλους, δε νιώθεις μοναξιά. ~ έχουμε την υγειά μας, όλα βολεύονται. β. υπόθεση· αν: ~ θες, έλα. || αδιαφορία: ~ θες να φύγεις, φύγε. || απειλητικά: ~ μπορείς, δείρε με. Έλα, ~ σου βαστάει. ~ ήμουν στη θέση του, δε θα σου δάνειζα, για κτ. μη πραγματικό. Kρίμα, ~ το ήξερα πιο πριν, ίσως κτ. γινόταν, για ανεκπλήρωτη ευχή. || (προφ.) αποδίδει έντονα και παραστατικά την άποψη, ειρωνεία κτλ. του ομιλητή για κτ. που δεν ισχύει ή που δεν είναι δυνατό να ισχύει: Aπό το καλοκαίρι που τον φιλοξενήσαμε, ~ τον είδες εσύ, τον είδαμε κι εμείς, όσο τον είδες εσύ τόσο τον είδαμε κι εμείς, δεν τον ξαναείδαμε. ~ αυτός είναι δάσκαλος, εγώ είμαι πάπας, δεν είναι δάσκαλος, από πού κι ως πού είναι δάσκαλος. γ. αιτία· που: Θυμώνει ~ του μιλάν απότομα. Δε χαιρόταν ~ τους έβλεπε να προοδεύουν. δ. έντονη αντίθεση· όταν, αφού, τη στιγμή που: Πώς θα μάθουν ~ δεν προσέχουν; ε. αποτέλεσμα: (Tο) ~ μπορεί σήμερα και δουλεύει το οφείλει στις φροντίδες τους, το ότι μπορεί… στ. απειλή (συνήθ. χωρίς το σκέλος της απόδοσης): ~ σε πιάσω… 3. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Ρώτησέ τους ~ θέλουν να ΄ρθουν μαζί μας. IIα. (λόγ. έκφρ.) άμ΄ έπος άμ΄ έργον*. β. ΦΡ εν τω ~ και το θάμα*.

[I: αρχ. ἅμα `αμέσως, συγχρόνως, μαζί΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· II: λόγ. < αρχ. ἅμα]

[Λεξικό Κριαρά]
άμα, επίρρ.· άμαν.
  • Α´ Eπίρρ.
    • 1) Mε τον ίδιο τρόπο:
      • διά να έχουν το φως του ήλιου άμα ο είς, ώσπερ τον άλλον (Aσσίζ. 21428).
    • 2) Mαζί:
      • ο Kύριος την ευλόγησε και μετά σένα άμα τον Iσαάκ εσπείρετε (Θυσ. 669 κριτ. υπ).
  • Β´ (Ως πρόθ., με έναρθρ. απαρέμφ.) συγχρόνως με (γεγονός):
    • άμα γαρ του ελθείν τον αυθέντην εν τῃ πόλει εποίησαν βουλήν οι γενίτσαροι (Έκθ. χρον. 5217· Πικατ. 282).
  • Γ´ Ως σύνδ.
    • 1) (Xρον.) όταν:
      • (Πόλ. Tρωάδ. 564).
    • 2) (Aιτ.) αφού, εφόσον:
      • (Aχιλλ. L 1050).
    • 3) (Yποθ.) εάν:
      • (Πικατ. 389).
  • Εκφρ.
  • 1) Άμα άμα = γρήγορα γρήγορα:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 386).
  • 2) Άμα πρωί = μόλις ξημέρωσε:
    • (Έκθ. χρον. 5511).
  • 3) Εν τῳ άμα =
  • (α) αμέσως:
    • (Παλαμήδ., Bοηβ. 762
  • (β) μαζί:
    • (Aσσίζ. 11411).
  • 4) Ως άμα = με έντονο ρυθμό, γρήγορα:
    • (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 547).

[αρχ. επίρρ. άμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αμά, σύνδ.,
βλ. αμή.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμά [amá] conj, region.
  • but (syn αλλά, μα):
    • βιβλία πολλά διαβάζεις, ~ ζεις εις τα σύννεφα (Theotokas [dialog])

[fr MG αμ(μ)ά ← αμή (10th c. AD). αμμή, influenced by αλλά]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμα1 [áma] adv (L)
  • at the same time, simultaneously (syn συγχρόνως, ταυτόχρονα):
    • πήρε το καλύτερό του χαμόγελο - ένα χαμόγελο επιεικείας, ~ δε και στοργής (Koufop) |
    • poem να κάμουμ' ~ το στερνό χαιρετισμό και θρήνο (Solom)
  • ⓐ στο ~ adv phr at once, immediately (syn αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή):
    • φέρνουν τα ξύλα και τα φρύγανα· στο ~ ανάβουνε οι φωτιές γύρω τριγύρω στο χωριό ωσάν ταμπούρι (Petsalis-D) |
    • ξεμυτίζουνε απ' τις αυλόπορτες σκιές μαύρες που μόλις ξεθαρρέψουνε και προχωρήσουν ξεθωριάζουνε στο ~ (id.)

[fr MG, ByzG ← K ἃμα adv; στο άμα loan transl fr L (kath) εν τω άμα, s. also entry εντωάμα; cf also entry άμ' έπος άμ' έργον]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμα2 [áma] conj
  • ① of time, as soon as, just as (syn ευθύς ως, μόλις):
    • ~ πήρα το γράμμα, ήρθα |
    • ~ ξημέρωσε, ξεκινήσαμε για το ταξίδι |
    • ~ με είδε, έφυγε |
    • folkt το σκυλί ψόφησε, ~ έφαγε την πίτα (Loukatos) |
    • ~ τέλος τα τέσσερα κομμάτια κολλήθηκαν μεταξύ τους, επρόβαλε μια μεγάλη πλάκα με μιαν έξοχη ανάγλυφη παράσταση (Karouzos) |
    • ξαφνίστηκε ο Γιαννίρης ~ που τ' άκουσε (Psichari)
  • ⓐ when (syn όταν):
    • ~ έρθει αύριο, να του το πεις |
    • ~ το χρειάζεσαι, έλα να το πάρεις |
    • ~ ηρεμήσεις, θα σ' το πω |
    • το καθημερνό βγαίνει, εξόν ~ λάχει κακοκαιριά (Kasdaglis) |
    • ο συγγραφέας απεικονίζει σ' αυτό τον εαυτό του, ~ ήταν νέος (Thrylos) |
    • idiom phr ~ με ξαναϊδείς, γράψε με Kαραμπουρνιώτη |
    • poem κι ~ σιμά διαβαίνεις κι ~ | θ' αφογκραστείς, κόβεις το βήμα (Agras)
  • ② conditional in case, if (syn αν, εάν):
    • άμα δεν έρθεις ως το βράδυ, θα φύγω |
    • ~ θέλεις, σου πουλάω το αμπέλι μου |
    • ~ δε ζητήσεις, μην περιμένεις να σου δώσουν |
    • ~ δεν ξέρεις, να μη μιλάς |
    • prov phr ~ δεν ταιριάζαμε, δε συμπεθεριάζαμε we are of similar character |
    • πεθαίνουν, ~ για πολύν καιρό δεν έχουν αρκετή τροφή (Saratsis) |
    • ~ γνωρίζομε τον καλλιτέχνη και την εποχή του, εισδύομε βαθύτερα σε πολλές λεπτομέρειες του έργου του (Papanoutsos)

[fr MG άμα (adv & conj) ← ByzG ← K, AG ἃμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαγάριστος -η -ο [amaγáristos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν είναι μαγαρισμένος, δηλαδή λερωμένος, μολυσμένος ή μιασμένος.

[α- 1 μαγαρισ- (μαγαρίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαγάριστος, -η, -ο [amaγáristos]
  • ① not soiled, unsoiled, clean (syn αλέρωτος, καθαρός ant λερωμένος, μαγαρισμένος):
    • το παιδί είναι αμαγάριστο |
    • αμαγάριστο βρακί |
    • αυλή αμαγάριστη |
    • φαΐ αμαγάριστο
  • ② not defiled by food considered impure:
    • στην πολιορκία της πόλης οι υπερασπιστές έτρωγαν ποντίκια· κανένας τους δεν έμεινε ~
  • ⓐ relig not defiled by food prohibited during a fast period:
    • τη Mεγαλοβδομάδα έφαγαν κρέατα, κανείς δεν έμεινε ~ |
    • εσύ έμεινες αμαγάριστη τη Mεγάλη Σαρακοστή
  • ③ not touched by a dishonest act such as malice, theft etc:
    • είναι αμαγάριστη η φωλιά του |
    • η υπηρέτρια δε μας άφησε αμαγάριστους |
    • όποια οικογένεια γνώρισε δεν την άφησε αμαγάριστη
  • ⓑ morally unblemished, spotless, immaculate (syn αγνός, αμίαντος, άσπιλος)

[fr LMG (Portius, 17th c.), cpd w. μαγαριστός: μαγαρίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαγγάνιστος, -η, -ο [amaŋgánistos]
  • not subjected to the operation of any of the various devices called μάγγανο or μάγγανος, e.g. αμαγγάνιστο βαμπάκι unginned cotton, αμαγγάνιστα τσίπουρα residue of pressed grapes not (yet) pressed again, ~ καμβάς uncalendered canvas or canvas not stretched on a frame for embroidery

[cpd w. μαγγανιστός: μαγγανίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάγγωτος, -η, -ο [amáŋgοtos] (sp. also αμάγκωτος)
:
  • η σφήνα είναι αμάγγωτη |
  • η πόρτα έμεινε αμάγγωτη
  • ① not trapped, not tricked (ant μαγγωμένος):
    • είχε σχέσεις με την κοπέλα, αλλά ξέφυγε ~ (i.e. he escaped the obligation to marry her)
  • ⓐ not arrested, uncaught (ant μαγγωμένος):
    • η αστυνομία δεν άφησε λωποδύτη αμάγγωτο

[cpd w. μαγγωτός bes μαγγω-μένος 'jammed': μαγγώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες