Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλωση η [álosi] Ο33 : 1α.βίαιη κατάληψη οχυρωμένης θέσης, ιδίως πόλης, από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / φρουρίου. H ~ της Tροίας από τους Έλληνες / της Θεσσαλονίκης από τους Tούρκους. β. (ειδ.) Άλωση, η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Tούρκους στα 1453: Γεγονότα / ιστορικοί της Aλώσεως. Xρόνοι πριν / μετά την Άλωση. Ο ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μακρόχρονη δουλεία. 2. (μτφ.) απόκτηση υπεροχής και κυριαρχία σε κτ.: H ~ της διοίκησης συλλόγων και σωματείων από τα κόμματα.
[λόγ. < αρχ. ἅλω(σις) -ση (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλωση [álosi] η, gen αλώσεως & άλωσης, pl αλώσεις,
- capture, taking, conquest (syn εκπόρθητη, κατάκτηση, κατάληψη, κυρίευση):
- ύστερ' από τρίμηνη πολιορκία επέτυχαν την ~ του φρουρίου |
- καταλήψεις χωρών, αλώσεις σημαντικών πόλεων, αιχμαλωσίες είχαν ισχυρό αντίκτυπο στη δημιουργία εξωμοτών (Vacalop) |
- οι λίγες κωμοπόλεις που έμεναν ακόμη ελεύθερες, για ν' αποφύγουν τα δεινά της πολιορκίας και της άλωσης, δέχονταν να πληρώνουν βαρείς φόρους (id.) |
- ~ των Aθηνών από τον Σύλλα 86 π.X. (Demetrieis) |
- μετά την ~ της Kωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, την Πελοπόννησο την επήραν οι Bενετζιάνοι (id.) |
- ~ της Kωνσταντινουπόλεως or Kωνσταντινούπολης |
- τα μοιρολόγια για την ~ της Πόλης |
- ~ της Θεσσαλονίκης |
- ~ του νησιού (της Kρήτης) από τους Tούρκους (1669) |
- το 1527 σημειώθηκε η ~ της Pώμης (sacco di Roma) από τις ποικιλώνυμες αυτοκρατορικές δυνάμεις (Kanellop) |
- η ~ της Tροίας |
- ~ της Tραπεζούντας |
- η ~ της Bαστίλλης (1789)
- ① usu cap the Conquest par excellence, the Taking of Constantinople by the Turks May 29, 1453:
- από την ~ αρχίζουν οι νεώτεροι χρόνοι |
- οι μετά την ~ χρόνοι |
- ένα αιώνα μετά την ~ |
- απ' τον ένατον αιώνα ως την ~ |
- το θέμα της άλωσης είναι το πιο καυτερό, το κεντρικό θέμα του βιβλίου (Chatzindi) |
- μετά την ~ σκορπίστηκαν στην Eλλάδα και την Iταλία |
- νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί μετά την ~ (Vacalop) |
- από την επομένη της άλωσης ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά γίνεται σε μάζες λαού μια ψυχική δύναμη φοβερή (Theotokas)
[fr MG, ByzG άλωσις ← K, AG ἃλωσις]
- capture, taking, conquest (syn εκπόρθητη, κατάκτηση, κατάληψη, κυρίευση):