Παράλληλη αναζήτηση
44 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλφα το [álfa] Ο (άκλ.) : 1.ονομασία του πρώτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και A, α): Mικρό / κεφαλαίο ~. ΦΡ δεν ξέρει ούτε το ~, είναι τελείως αγράμματος. ώσπου να πεις ~, πολύ γρήγορα: Θα τελειώσω ώσπου να πεις ~. 2. (μτφ.) η αρχή μιας ενέργειας: Aρχίζω / ξεκινάω από το ~, από το μηδέν, από το τίποτε, από την αρχή. Aπό το ~ ως το ωμέγα. Είμαι ακόμα στο ~. ΦΡ το ~ και το ωμέγα, το σπουδαιότερο στοιχείο ενός συνόλου: H αγάπη είναι το ~ και το ωμέγα της χριστιανικής διδασκαλίας.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄλφα < σημιτ. `aleph· 2: ελνστ. σημ.· (δες και A)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άλφα η.
-
- Tο γράμμα άλφα·
- φρ. δεν κατέχω να πω την άλφα = είμαι τελείως αγράμματος:
- (Eρωτόκρ. E´ 1538).
- φρ. δεν κατέχω να πω την άλφα = είμαι τελείως αγράμματος:
[αρχ. ουσ. άλφα το (με αλλαγή γένους) και σήμ.]
- Tο γράμμα άλφα·
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα-άλφα1 [álfa álfa] το,
- the peak, ne plus ultra, the utmost:
- είναι το ~ της αθλιότητος
[fr the adj use; s. άλφα-άλφα2]
- the peak, ne plus ultra, the utmost:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα-άλφα2 [álfa álfa] adj A1,
- first-rate, exceptional, exquisite (syn πρώτης γραμμής, εξαιρετικός, περίφημος):
- το βούτυρο είναι ~, μοσκοβολάει |
- να είσαι ~ σ' όλα σου (Terzakis) |
- μου χάλασε μια δουλειά ~ ετούτη η εκδρομούλα (AKotzias)
[fr adj άλφα]
- first-rate, exceptional, exquisite (syn πρώτης γραμμής, εξαιρετικός, περίφημος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα-βήτα [álfa víta] το, (& αλφαβήτα)
- alphabet, ABC's:
- poem η μικρούλα η μικρή | Mαργαρίτα | να διαβάσει δε μπορεί | άλφα-βήτα (Stasinop in Geros)
- ① basic knowledge, rudiments (syn αλφαβήτα 2):
- το αλφαβήτα δεν είναι αρκετό, δεν με αρκεί το πρωτόγονον σχολειό των ιερέων (Petsalis-D)
[cpd of άλφα βήτα]
- alphabet, ABC's:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα1 [álfa] το, (& region. άρφα) indecl (& less freq άλφα η, pl άλφες οι)
- ① the first letter of the Greek alphabet and the vowel represented by it, alpha, a:
- δεν έμαθε καθόλου γράμματα, ούτε το ~ he is altogether illiterate |
- δεν ξέρει ούτε το ~ από γεωμετρία he does not have the slightest knowledge of geometry |
- έφαγε την ~ με το κουτάλι he has learned much (in school) |
- θα 'ρθεί ώσπου να πεις ~ |
- μου τα 'πε από το ~ ως το ωμέγα he told me everything in detail
- ⓐ an unknown quantity or variable:
- ακτίνα A alpha ray |
- αναγνωρίζω την αξία ~ (A), την απαξία πλην ~ (-A)
- ⓑ α-, στερητικό ~ gramm α-privative (w. a 2nd form αν-):
- επίθετα με στερητικό ~ (e.g. αθάνατος, άτυχος, αλησμόνητος, ανήλικος)
- ② beginning, start (syn αρχή 1):
- βρίσκομαι, είμαι ακόμη στο ~ |
- θ' αρχίσουμε από το ~ |
- να ξαναρχίσεις από το ~ |
- τα βρέφη θα κάνουν από την ~ τη ζωή τους |
- ο νέος επιστήμων στα τριάντα βρίσκεται ακόμα στο ~ της σταδιοδρομίας του |
- idiom phr από το ~ ως το ωμέγα from A to Z, from beginning to end, from top to bottom, all the way, thoroughly, e.g. ξέρει τις υποθέσεις από το ~ ως το ωμέγα has at his finger tips the whole gamut of the business
- ⓒ το ~ και το ωμέγα, symbol of God as being the beginning & end of everything:
- είμαι το A και το Ω (syn η αρχή και το τέλος) ; cf NT εγώ ειμί το ~ και το ωμέγα
- ③ το ~ or το ~ και το ωμέγα, the core, the most important aspect, the epicenter (syn κεντρικό or σημαντικό σημείο):
- του νόμου το ~ είναι η συμπόνια και όχι η αγριότητα (Papatsonis) |
- είναι ~ και ωμέγα της μουσικής ο ρυθμός; |
- η εγκράτεια αποτελεί το ~ και το ωμέγα της γενετησίας αγωγής του αγοριού (Katsigra) |
- το ~ και το ωμέγα της εθνικής πολιτικής the very core of the national policy |
- το πνεύμα της αγάπης στάθηκε το ~ και το ωμέγα της χριστιανικής διδασκαλίας (Chatzinis) [fr MG ← ByzG ← K, AG ôλφα (← Semit
[([Hebr] 'aleph 'ox-head')]
- ① the first letter of the Greek alphabet and the vowel represented by it, alpha, a:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα2 [álfa] ο,
- someone unnamed (syn ο δείνα, ο τάδε):
- γιατί ο τάδε, ο δείνα και ο ~ έγιναν επαναστάτες; (Terzakis) |
- ο ~ και ο βήτα X and Y (syn ο ένας κι ο άλλος) |
- ο ~ ή ο βήτα this or that (unnamed) person, X or Y (syn ο ένας ή ο άλλος, e.g. αν θα έχει ο ~ ή ο βήτα το σθένος (Terzakis) |
- δε φταίει ούτε ο ~ ούτε ο βήτα γι' αυτό neither X nor Y is responsible for that (Melas)
[substantiv. m of άλφα3]
- someone unnamed (syn ο δείνα, ο τάδε):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλφα3 [álfa] adj indecl,
- of unknown identity, not specified, such and such:
- η ~ πολιτική such and such a policy |
- στην ~ συμβατική τιμή της δραχμής |
- ο ~, ο βήτα, ο γάμμα ή ο δέλτα ρυθμός εξέλιξης |
- σ' ένα ~ διάστημα χρόνου |
- έχει μια ~ αξία such and such a value, e.g. τούτο το αντικείμενο έχει την ~ αξία για μένα |
- επιδιώκω τον ~ σκοπό |
- σχηματίζομε για ένα έργο την ~ εντύπωση (Thrylos) |
- ο ~ στοχασμός είναι αυτός που είναι (Papanoutsos) |
- τούτη τη μορφή έδωσεν ο ~ δημιουργός (Tatakis) |
- με την ~ ή βήτα μορφή της πολιτείας δε λήγουν τα δεινά της ανθρωπότητας |
- η ~ ή βήτα δραστηριότητα (or εργασία) |
- ο ~ ή βήτα οργανισμός τούς τα παρέχει όλα |
- για τον ~ ή βήτα λόγο for this or that reason |
- όλοι ονειρεύονται στην ~, στη βήτα ή στη γάμμα φάση του ύπνου (Papanoutsos) |
- διαφωνούν στον ~ ή βήτα τύπο του προγράμματος των μαθημάτων (id.) |
- ο ένας κριτικός του βρίσκει ~ ιδιότητες, ο άλλος βήτα ιδιότητες, ο άλλος γάμμα (Papatsonis)
[fr noun το άλφα]
- of unknown identity, not specified, such and such:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφαβήτα η [alfavíta] Ο25α : (οικ.) το αλφάβητο1β ιδίως της νέας ελληνικής γλώσσας: Mαθαίνω / ξέρω / λέω την ~. || (επέκτ., για γνώσεις πολύ περιορισμένες): Mόλις έμαθε την ~, μας κάνει το σπουδαίο.
[μσν. αλφαβήτα < άλφα + βήτα (θηλ. με βάση την κατάλ. -α)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλφαβήτα [alfavíta] η,
- ① alphabet, ABC's (syn αλφαβητάρι 2, αλφάβητο 1):
- τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτας |
- ήξεραν την ~ |
- ο ξένος δεν εγνώριζε την ελληνική ~ |
- ο παπάς και δάσκαλος τους μαθαίνει την ~ |
- στην πλάκα είναι γραμμένη η ~ και οι αριθμοί (Petsalis-D) folks. και σαν ηξέρεις γράμματα, πες μας την ~ (DPetrop) |
- την ~ έμαθα και μπήκα στο Ψαλτήρι (ib) |
- poem την ευγλωττία του πνεύματος | με γράμματα της αλφαβήτας | δύσκολα αποκρυπτογραφώ (Chrysolouris)
- ② elementary knowledge, rudiments, insufficient education (syn άλφα-βήτα 2):
- έμαθε την ~ και κάνει το σοφό (or τον έξυπνο) |
- poem έτσι άχαρη με ομόρφαινες κ' έτσι άμαθη -για κοίτα- | μέσ' τη ματιά σου διάβαζα της ζωής την ~ (Ritsos)
[cpd of nouns η άλφα & η βήτα; cf K, MG ἀλφάβητος m and later f]
- ① alphabet, ABC's (syn αλφαβητάρι 2, αλφάβητο 1):