Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλυτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άλυτος, επίθ.
  • 1) Που δεν μπορεί κανείς να τον καταργήσει:
    • βάρος αλύτου αφορισμού (Έκθ. χρον. 3626).
  • 2) (Προκ. για νεκρό) που δεν αποσυντέθηκε:
    • (Iστ. πατρ. 1208).

[αρχ. επίθ. άλυτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλυτος -η -ο [álitos] Ε5 : που δεν τον έλυσαν ή που δεν μπορούν να τον λύσουν. 1α. που είναι δεμένος. ANT λυτός: ~ κόμπος. Άλυτο σκοινί / κορδόνι παπουτσιού. β. που δε βρέθηκε η λύση του με διάφορους υπολογισμούς: Άλυτο αίνιγμα / πρόβλημα. 2. που εξακολουθεί να υπάρχει ή να ισχύει: ~ αφορισμός. Άλυτη κατάρα / διαφορά.

[αρχ. ἄλυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλυτος, -η, -ο [álitos]
  • ① (still) fastened, tied, bound (near-syn δεμένος, δετός, ant λυμένος, λυτός):
    • ο κόμπος είναι ~ |
    • με άλυτα χέρια δεν μπορώ να κάμω τίποτα |
    • το σκυλί γαβγίζει, είναι άλυτο |
    • με άλυτα πανιά ξεκίνησε το καΐκι (ant ξεδιπλωμένα) |
    • poem δε σου περνάω μέσ' απ' τα δόντια, | οπού τα σφίγγεις άλυτα, | του χαλινού το μάσημα βαρύ, | να σε δαμάσω (Sikel)
  • ⓐ incapable of being untied or loosened:
    • άλυτη θηλιά |
    • ~ κόμπος inextricable knot (syn αξέμπλεχτος κόμπος) e.g. ο γόρδιος δεσμός εφημολογείτο ~ |
    • poem άλυτον έκανες τον κόμπο των χεριών μου | σε μακάρια προσμονή (Sikel) |
    • και λαγοκοίμητα τα μάγια τα άλυτα άθελα | είχανε αργά ακολουθήσει (id.) |
    • δέστε τα χέρια με χαλκάδες άλυτους | του άρπαγα της ιερής μου σπίθας (Skipis) |
    • πρόφτασα κ' έδεσα στη μνήμη μου ένα κόμπον άλυτο | της ομορφιάς του (Zevgoli)
  • ② unsolved, unresolved (ant λυμένος):
    • το πρόβλημα, το ζήτημα έμεινε άλυτο |
    • άφησε τα προβλήματά του άλυτα |
    • άλυτη έμεινε η υπόθεση the matter remained unresolved |
    • η διαφορά τους είναι άλυτη στα δικαστήρια |
    • θεωρεί αναγκαίο να μην αφήσει άλυτη καμιά απορία |
    • θα του μείνουν άλυτα αινίγματα όσα σχετίζονται με τον ήχο (Drosinis) |
    • το μυστήριο παραμένει άλυτο (Varelas) |
    • poem κ' έφυγες με μιαν άλυτη απορία | μες στα κλεισμένα μάτια σου (Ritsos)
  • ⓑ impossible to solve, insolvable, intractable, inextricable, irresolvable (near-syn δυσεπίλυτος, δύσλυτος):
    • πρόβλημα άλυτο an unsolvable problem |
    • άλυτο μυστήριο inexplicable mystery, e.g. το άλυτο μυστήριο του θανάτου |
    • ο άνθρωπος παραμένει ένα μυστήριο άλυτo (Karantonis) |
    • άλυτο θέμα |
    • το ζήτημα της στέγης παρουσιάστηκε άλυτο (Karagatsis) |
    • το δίλημμα της παρουσιάστηκε πάλι άλυτο, βασανιστικό |
    • να πάει ή όχι; (Xenop) |
    • λογικές αντιφάσεις άλυτες (Theodorakop) |
    • άλυτες αντινομίες |
    • πολλά από τα ηθικά προβλήματα είναι όχι απλώς δυσεπίλυτα, είναι άλυτα (Papanoutsos) |
    • η κινέζικη γραφή, αυτά τα φημισμένα ιδεογράμματα, είναι ένας ~ γρίφος (Papagiotop) |
    • η θεωρία της μουσικής έμενε για τα παιδιά ~ γρίφος (Delmouzos) |
    • poem σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν | άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους (Karyotakis)
  • ③ indissoluble (syn αδιάλυτος, αδιάρρηκτος, ακατάλυτος):
    • ο ~ δεσμός του γάμου the indissoluble bond of marriage |
    • ~ συνεκτικός δεσμός |
    • ο φιλικός δεσμός τους είναι ~ |
    • poem χρόνια χρόνων στου είναι μου τα έγκατα εμάζευα, ως ήλιο | τυλιγμένο στα πρώτα σκοτάδια, ως πανσέληνο σ' άλυτα νέφη (Sikel) |
    • κι ως έρτει | η ώρα να μπούμε στ' άλυτα σκοτάδια | του μυστηρίου, στον ήσκιο του θανάτου | το δροσερό (id.)
  • ⓒ not annullable, not removable, of curse:
    • ~ αφορισμός
  • ④ not decayed, undecomposed, of lifeless body (syn in άλιωτος 2) region. (Crete, Cycl, Dodec, Cypr):
    • ~ νεκρός |
    • έμεινε ~ |
    • την εβγάλανε άλυτη |
    • ~ να μείνεις (curse; syn άλιωτος να μείνεις) |
    • ήταν τα κουφάρια τους έναν χρόνον άλυτα· ξεράθηκαν (Makryg)

[fr MG άλυτος ← K, AG ἄλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες