Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλυσος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλυσος η [álisos] Ο36 : (λόγ.) η αλυσίδα. || (μαθημ.) για σύνολα γραμμικά διαταγμένα.

[λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
άλυσος η — ο· αιτιατ. πληθ. άλυσες· αλύσες· ?άλυσος.
  • 1)
    • α) Aλυσίδα:
      • (Βίος Αλ. 4368 (θηλ.)· Συναδ. φ. 50v (αρσ.)
      • τους έφερναν με τα σίδερα και τες άλυσος εις τον λαιμόν τους (Βουστρ. 11214
    • β) αλυσίδα που φράζει την είσοδο λιμανιού (πβ. καδένα (Ι) β και κατήνα 1β):
      • εκωλύοντο (ενν. αι νήες) διά της αλύσου του εισελθείν εντός του λιμένος (Έκθ. χρον. 1223
    • γ) (ως κόσμημα):
      • εις δε το στήθος του είχεν ολόχρυσον άλυσον (Διγ. Άνδρ. 38935).
  • 2) Tελωνείο λιμανιού:
    • εις τον φούντικαν ού εις την άλυσον (Aσσίζ. 47818).

[<ουσ. άλυσις. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλυσος [álisos] ο, (L & dial άλυσος η, & D άλυσο η) pl άλυσοι οι, (& D,
  • Solom άλυσες f)
  • ① chain (syn in άλυση 1):
    • η ~ του ρολογιού |
    • κρατεί το ζο με τον άλυσο |
    • δεμένος σαν το σκυλί στον άλυσο |
    • η ~ κινήσεως engineer driving chain |
    • η ~ αγκύρας naut chain cable |
    • η ~ με κυλίνδρους roller chain
  • ② sg or pl, chains, fetters, shackles, irons (syn in άλυση 2a):
    • folks. σέρνει ο Tάρταρης εννιά αδερφούς δεμένους | σε μια άλυσο, σε μια μακριά αλυσίδα (Peloponn) |
    • με παν οι χωροφύλακες τα χέρια σταυρωμένα, | μόχουν αλύσους δώδεκα, λινάρια δεκαπέντε (Andritsaina) |
    • να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι (Mesolongi) |
    • poem ... τ' αρκούδι | του βάλαν άλυσο και το 'χασε ο δρυμός (Kotzioulas)
  • ③ series, sequence, chain, row (syn in άλυση 3):
    • ο θάνατός του είναι κρίκος σε μια άλυσο γεγονότων |
    • η τοποθέτηση του περιστατικού μέσα σε τόπο και σε χρόνο, στην άλυσο μέσα των φαινομένων (Apostolakis) |
    • για κάθε πράξη υπάρχει μια μοναδική κατ' αιτίαν ~· κάθε ιστορικό φαινόμενο είναι μοναδικό (Tsatsos) |
    • poem και θα σου χορέψω |...| κύκλους μεγάλους από φως σε μι' άλυσο μυριάδων | ετών φωτός (Vrettakos)

[fr MG η άλυσος, this fr K ἃλυσις anal. adjusted to related κρίκος; further άλυσος m after ο κρίκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες