Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλτο1 [áltο] το, mus
- ① the highest man's or lowest woman's singing voice:
- φωνή ~ alto voice |
- αοιδός ~ alto singer |
- συνέθετε το σόλο για ~ Ω Γολγοθά (Mourelos transl of Anna Madelena)
- ② viola; alto saxophone (in E flat):
- η βιόλα, δηλαδή το έγχορδο όργανο διακρίνεται από το ~, δηλαδή το χάλκινο (Mirambel)
[fr It alto]
- ① the highest man's or lowest woman's singing voice:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλτο2 [áltο] το, (& άλτος)
- height:
- το ~ του διχτυού |
- το δίχτυ του γριγριού δεν είναι μακρύ τετρακόσιες οργιές παρά μονάχα εκατόν ογδόντα, ενώ το άλτος του είναι το ίδιο, δεν ξεπερνά τα σαρανταπέντε μέτρα (Bastias)
[substantiv. n of adj άλτος]
- height:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλτος1, -ος, -ο [áltοs] mus
- alto:
- άλτο τρομπόνι alto trombone |
- άλτο κλαρινέτο alto clarinet
[fr It alto 'high']
- alto:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλτος2, -ος, -ο [áltοs]
- high:
- άλτο δίχτυ net for fishing in the sea foam
[fr It alto 'high']
- high:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλτούρα [altúra] η, naut (obsol)
- width
[fr It altura 'rise']