Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλτης ο [áltis] Ο10 θηλ. άλτρια [áltria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αθλητής των αλμάτων. 2. (ζωολ.) χαρακτηρισμός εντόμων.

[λόγ.: 1: αρχ. ρ. ἅλ- (ἅλλομαι) `πηδώ΄ -της (πρβ. αρχ. ἁλτικός `καλός στο πήδημα΄) κατά το σχ.: ψάλλω - ψάλτης· 2: σημδ. νλατ. haltica σφαλερό με βάση το αρχ. ἁλτικός· λόγ. άλ(της) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλτης [áltis] ο, άλτρια [áltria] η, (L) athl
  • jumper, vaulter:
    • ~ του μήκους broad jumper |
    • ~ του ύψους high jumper |
    • ~ του επί κοντώ pole vaulter (syn κονταρίστας) |
    • πριν απ' τη βαλβίδα και πάνω στη βαλβίδα έχει δικαίωμα να πατήσει ο ~ με το δεξί ή με το αριστερό πόδι (TSakellariou) |
    • μια ορισμένη τεχνική βοηθεί τον άλτη να σημειώσει καλύτερο αποτέλεσμα (Chatzinikou) |
    • μια επιγραφή εξηγεί τι κάνει ο ~ Δωρόθεος (Karouzos) |
    • πήδησε (ο Kαζαντζάκης) ανώνυμος στο στίβο κι ολόγυμνος καθώς ο ~ κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση (Prevelakis)

[neol (end of 19th c.), ModG der of ἃλλομαι 'jump']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες