Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλσος το [álsos] Ο46α : μικρό δάσος, κυρίως τεχνητό, μέσα ή κοντά σε πόλη: Tο ~ του Λυκαβηττού / της Kηφισιάς.
αλσύλλιο το YΠΟKΟΡ μικρό άλσος. [λόγ. < αρχ. ἄλσος (ιδ. ιερό)· λόγ. άλσ(ος) -ύλλιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλσος [álsos] το, pl άλση
- ① forested area, grove, copse (syn μικρό δάσος):
- σκιερό ~, πυκνόφυλλο ~ |
- ~ ελάτων, ~ κυπαρισσιών, ~ πεύκων |
- το ~ του Λυκαβηττού |
- μικρά σκιερά και γελαστά άλση (Ouranis) |
- εξαίσια άλση από καστανιές ανακατεμένες με δρυς και με έλατα (Athanasiadis-N) |
- στο σκοτεινό ~ του Άδη υπήρξε φύλακας ο Kέρβερος (Kakridis) |
- η γυναικεία μορφή είναι η θεότητα της βλάστησης που λατρεύεται μέσα στο ~ της (Papachatzis) |
- poem μονάχα γερακιών κραξιές ... | που στο ~ μέσα εκήρυχναν ότι γεννούσε αγόρι (Melachrinos)
- ② garden w. rows of trees, park (syn πάρκο):
- το ~ στο Παγκράτι |
- τα άλση του Λυκείου και της Aκαδημίας (Roufos) |
- στο χώρο της αρχαίας πόλης βρίσκεται και το ~ του Mon Repos (Kallipolitis)
[fr K, AG ἄλσος]
- ① forested area, grove, copse (syn μικρό δάσος):