Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλογος -η -ο [áloγos] Ε5 : (λόγ.) ANT έλλογος. 1. που δεν έχει λογικό: Όλα τα έμβια όντα, έλλογα και άλογα. 2. παράλογος: Άλογη ενέργεια / πράξη.
άλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄλογος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλογος, -η, -ο [áloγos] (L) philos etc
- ① devoid of reason or logic (ant έλλογος, λογικός):
- ~ άνθρωπος |
- όντα άλογα |
- άλογα ζώα, e.g. θεοποιήσανε τ' άλογα ζώα (Prevelakis) |
- μπορεί κάποιος να γεννηθεί ~, παράφρονας, ανίκανος να γίνει φορέας του λόγου (Tsatsos)
- ② irrational, of elements, abstracts, actions, passions etc (syn αλόγιστος 1, ant λογικός, έλλογος):
- άλογη ουσία της ζωής |
- άλογη φύση (ant έλλογη φύση) |
- άλογη ζωή |
- άλογη λειτουργία, άλογες κινήσεις, άλογη μίμηση |
- το άλογο στοιχείο (or μέρος) (ant έλλογο στοιχείο) e.g. τα άλογα στοιχεία της ζωής or της ψυχής; τα άλογα και συναισθηματικά στοιχεία του ανθρώπου είναι τα κύρια και αξιόλογα (Theodorakop); θα δοθεί η μάχη μεταξύ έλλογων και άλογων στοιχείων (Chatzinis) |
- άλογες δυνάμεις (ant έλλογες δυνάμεις) e.g. άλογες δυνάμεις της ψυχής (συναισθημάτων και ορμών), αισθητικής συνείδησης |
- άλογες φαντασίες (ant έλλογες φαντασίες) |
- η χριστιανική μεταφυσική έδειξεν ότι ο λόγος χωρίς πίστη είναι ~ (Tatakis) |
- η πίστη είναι άλογη ενέργεια της ψυχής, ανταπαντούν οι εθνικοί φιλόσοφοι (id.) |
- η άλογη μυστικοπάθεια |
- η ζωή η ίδια είναι μια άλογη πραγματικότητα που συλλαμβάνεται μονάχα από τα έργα της (Theodorakop) |
- άλογη ορμή, e.g. άλογες και παράφορες ενστιχτιακές ορμές (Theodoridis) |
- ορμές της ανθρώπινης ψυχής σκοτεινές και άλογες (Kakridis) |
- άλογα πάθη, e.g. το πάθος είναι αφ' εαυτού του άλογο (Theodorakop) |
- ο κοινός έλεος και φόβος, δηλ. πάθη άλογα και απειθάρχητα (Papanoutsos) |
- άλογο πείσμα |
- άλογη λατρεία για το πρόσωπο (Theodorakop) |
- η άλογη καλλιτεχνική δύναμη τον έθρεψε (Andronikos) |
- η ηδονή είναι κάτι άλογο (Theodorakop) |
- άλογο πράγμα δεν είναι γνώση (id.) |
- poem μα οι νεκροί μ' άλογη γνώση πια γνωρίζουν το μέγα μυστικό (Melissanthi)
- ⓐ contrary to reason, illogical, unreasoned, absurd (syn αλλόκοτος 2, παράλογος):
- άλογη πράξη |
- η φύση αρνιέται τα δόγματα του άλογου πολιτισμού μας (Evelpidis transl of de Sade) |
- του κάκου πάσκισε να εξορκίσει την άλογη ανησυχία του (Roufos)
[fr K, PatrG, AG ἄλογος]
- ① devoid of reason or logic (ant έλλογος, λογικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογοσέρνω.
-
- Σέρνω κάπ. δεμένο πίσω από άλογο ώστε να θανατωθεί (είδος ποινής):
- αμή τους αλογόσερνε μέσα από τους φόρους (Iστ. Bλαχ. 980).
[<ουσ. άλογον + σέρνω. Τ. ‑σύρνω στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σέρνω κάπ. δεμένο πίσω από άλογο ώστε να θανατωθεί (είδος ποινής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοσέρνω [aloγosérno] &, λογοσούρνω, aor αλογόσυρα, ppp αλογοσυρμένος
- drag as the horse drags its rider:
- μπα που να σ' αλογοσύρουνε! (curse) |
- θα σ' αρπάξω από τα μαλλιά και θα σ' αλογοσύρω (threat)
- ⓐ drag along w. violence:
- εκεί η θάλασσα γκρεμίζεται στα τάρταρα κι ό,τι πλεούμενο τ' αλογοσέρνει σαν αγριοπόταμος που κατεβαίνοντας σβαρνίζει ό,τι βρει (Vlami)
- ⓑ put to pillory (syn διαπομπεύω):
- καλά σ' αλογοσύρανε!
[fr LMG αλογοσέρνω, cpd w. σέρνω]
- drag as the horse drags its rider:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοσίδερο [aloγosí∂ero] το, usu pl αλογοσίδερα τα,
- leg irons to hobble a grazing horse or mule
[cpd w. σίδερο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοσούρτης [aloγosúrtis] ο, (& αλογοσύρτης)
- horse-thief, horse-rustler, but also stealer of mules, asses and, generally, animal stealer:
- πήρες κ' ένα ψοφάλογο, αλογοσούρτη, άτιμε! (Vlachogiannis) |
- poem δεν είναι άλλος γιδόχαρος κι αλογοσύρτης άλλος | στη γούρνα ετούτη κλ (Athanas)
[der of αλογοσύρω 'lead a horse']
- horse-thief, horse-rustler, but also stealer of mules, asses and, generally, animal stealer:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόσταβλος [aloγóstavlos] ο, (sp. also αλογόσταυλος)
[cpd w. στάβλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόσταυλος s. αλογόσταβλος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοσυρμένος, -η, -ο [aloγosirménos]
- ① tied to the horse's tail and dragged along:
- ~ κατάδικος
- ② fig put to pillory (syn διαπομπευμένος):
- μωρή αλογοσυρμένη! (insult)
[ppp of αλογοσέρνω]
- ① tied to the horse's tail and dragged along:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογοσύρτης s. αλογοσούρτης.