Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλογο
68 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλογο το [áloγo] Ο40 : I1.μεγάλο τετράποδο ζώο, θηλαστικό και φυτοφάγο, που χρησιμοποιείται κυρίως ως μεταφορικό μέσο: Tρίχωμα / χαίτη / ουρά / οπλή / χλιμίντρισμα / καλπασμός του αλόγου. Θηλυκό ~, φοράδα. Bαρβάτο ~. Άσπρο / μαύρο / κόκκινο ~. Άμαξα που τη σέρνουν άλογα. Xάμουρα / σέλα του αλόγου. Άνθρωπος καβάλα σε ~. Aνεβαίνω στο ~. Kατεβαίνω / πέφτω από το ~. Tαξιδεύω με ~. Πολεμικό ~. Ένα ~ κούρσας, για τις ιπποδρομίες. ~ ράτσας. Kαθαρόαιμο / ουγγαρέζικο / αραβικό ~. ΦΡ πράσινα* άλογα. 2. (πληθ.) οι ιπποδρομίες: Σπατάλησε τα λεφτά του στ΄ άλογα. II. (προφ.) ο ίππος ως μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών: Πόσα άλογα είναι η μηχανή του αυτοκινήτου σου; III. ονομασία πιονιού που μοιάζει με άλογο, στο σκάκι. αλογάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I, III. 1. μικρό άλογο. 2. (σε ονομασίες) ~ της θάλασσας, ο ιππόκαμπος. ~ της Παναγίας, για είδος εντόμων. αλογατάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I, III.

[I: ελνστ. ἄλογον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄλογος από την αρχ. σημ.: `μη λογικό (για τα ζώα)΄: σχήμα κατεξοχήν (επειδή το άλογο ήταν το σημαντικότερο ζώο, ιδ. στο στρατό)· II, III: λόγ. σημδ. στη δημοτ. των ίπποςII, ίπποςIV· αλόγατ(ο) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογο- [aloγo] & αλογό- [aloγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. άλογο ως α' συνθετικό· (πρβ. ιππο-I): 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι το β' συνθετικό προέρχεται από το άλογο, ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό: ~βουνιά, αλογόδοντο, ~μάντρα, αλογόμυγα, ~πάζαρο, αλογότριχα. 2. σε κτητικά σύνθετα ονόματα: ~μούρης, ~πόδης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~βοσκός, ~κλέφτης, ~σύρτης, αυτός που βόσκει, κλέβει, σέρνει άλογα. 4. σε παρατακτικά σύνθετα: ~γέλαδα, ~μούλαρα.

[ελνστ. ἀλογο- θ. του ουσ. ἄλογο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀλογο-τροφεῖον, ἀλογο-μυῖα `αλογόμυγα΄, μσν. αλο γο-πατουματέα `πατημασιά αλόγου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογο- [aloγo]
  • 1st me of cpds; s. άλογο2, το.
[Λεξικό Γεωργακά]
άλογο1 s. άλογα, τα.
[Λεξικό Γεωργακά]
άλογο2 [áloγo] το, (pl άλογα τα, & less freq & lit αλόγατα τα)
  • ① horse, Equus caballus (syn άτι, sci t. ίππος):
    • άγριο ~, άσπρο ~, αστεράτο ~ |
    • ~ βαρβάτο, ~ καθαρόαιμο, ~ τσινιάρικο |
    • καλοθρεμμένα άλογα |
    • πάει με το ~ goes on horseback |
    • είμαι καβάλα σε ~ I am on horseback |
    • ~ της καβάλας (L της ιππασίας) saddle horse |
    • καβαλώ ένα ~ mount a horse |
    • ~ κούρσας racehorse |
    • χλιμιντρούν τ' αλόγατα |
    • αγαπώ τ' άλογα |
    • idiom phr πράσιν' άλογα nonsense |
    • gnom ~ που σου χαρίσανε μην το κοιτάς στα δόντια |
    • folkt μια καρότσα με τέσσερ' αλόγατα (Loukatos) |
    • ακούστηκε ποδοβολητό από αλόγατα στο σοκάκι (Myriv) |
    • έρχεται καβάλα στ' άσπρα του τ' αλόγατα (Terzakis) |
    • folks. και τ' ~ καβάλησε στη βρύση για να πάει (Peloponn; DPetrop) |
    • poem δούλος κι αφέντης ξάφνου σάστισαν, τ' αλόγατα φρουμάξαν (Kazantz Od 17.645)
  • ⓐ τ' άλογα, horseraces:
    • παίζει στ' άλογα he bets on the horses
  • ② pl τ' άλογα, game horses:
    • τα παιδιά παίζουν τ' άλογα
  • ③ του Θεού τ' ~, της Παναγίας τ'~, entom mantis (syn in αλογάκι 4)
  • ④ horsepower (syn L ίππος):
    • το καράβι έχει μια μηχανή Xάμιλτον, δυόμισυ χιλιάδες άλογα (Venezis) |
    • έχει έρθει με μια Tζάγκουαρ τριανταδυό τριανταέξι άλογα (Panagiotop)

[fr MG άλογο ← ByzG, MG άλογον ← K ἄλογον 'horse': substantiv. ἄλογα 'animals' (Plato) w. specialization starting in milit parlance: τa σώματα καd τa ἄλογα (Diod. Sic.), ἄνθρωποι καd ἄλογα 'men & beasts' 'men & horses'. The pl αλόγατα anal. after]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλογο3 [áloγo] το, philos
  • the irrational (ant λόγος, έλλογο, λογικό):
    • η αντινομία μεταξύ λόγου και αλόγου, που διχάζει τη ζωή του ανθρώπου και είναι η αιτία όλων των ηθικών αγώνων (Theodorakop) |
    • το έλλογο και γνώριμο είναι μια περιορισμένη ζώνη που πλαισιώνεται από το υπερνοητό και ~ (Papanoutsos) |
    • και το ~ ακόμη διά του λόγου θα το θέσομε (Tsatsos) |
    • ο λόγος στην υπηρεσία του αλόγου (id.) |
    • οι μεθυπερρεαλιστικές σχολές, προχωρώντας από το ~ στο παράλογο και από το παράλογο σε μια καινούργια μορφή του έλλογου (Panagiotop)

[substantiv. n of άλογος; cf also άλογα τα & άλογο2 (etymol part)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογόβιτσα [aloγóvitsa] η,
  • horsewhip (syn dial αλογόβεργα):
    • άρπαξα μπρος από τα πόδια μου την ~ και την άγγιξα στα καπούλια του Aράπη (Prevelakis) |
    • folks. (Acritic) πιάνει την ~, στους στάβλους κατεβαίνει (Rhodes; DPetrop)

[cpd w. βίτσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογογέλαδα [aloγoyéla∂a] τα, region. (Peloponn, Sterea) & poet
  • herd of horses & cows:
    • poem δε σέρνω ~, δεν κλέβω αρνιά, κατσίκια (Athanas)

[cpd of άλογο & γελάδι (s. αγελάδι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογογιατρική [aloγoyatricí] η,
  • horse veterinary medicine (syn L ιππιατρική)

[cpd w. γιατρική]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογογιατρός [aloγoyatrós] ο,
  • horse veterinarian, farrier (syn κτηνίατρος για άλογα, L ιππίατρος):
    • η παραμονή του στο ιππικό τόσα χρόνια τον είχε κάνει θαυμάσιο καβαλάρη κ' εμπειρότατο αλογογιατρό (Xenop)

[cpd w. γιατρός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες