Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλμπουρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλμπουρο το [álburo] & άρμπουρο το [árburo] Ο41 : (ναυτ.) κατάρτι.

[βεν. alboro, arboro με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] και του [r] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπουρο s. άρμπουρο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες