Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλμπα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπα1 [álba] η,
  • ① naut, fishing daybreak, dawn (syn αυγή, L το λυκαυγές):
    • κάνομε πανιά με την ~ |
    • σαλπάραμε με την ~ |
    • καλάραμε το παραγάδι με την ~ |
    • κοντά τρεις από τα μεσάνυχτα έριχνα με τη βάρκα της γολέτας τα παραγάδια, για να τα σηκώσω με την ~ (Lykoudis)

[fr It alba 'id.']

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπα2 [álba] η, Cath & Anglican Ch, eccl, liturg
  • alb (syn στιχάρι)

[fr Lat alba (vestis) 'white garment']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμπαγάς, αλπαγάς s. αλπακάς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμπάνης ο [albánis] Ο11 θηλ. αλμπάνισσα [albánisa] Ο27α : 1.(παρωχ.) πεταλωτής. 2. (μτφ., οικ.) άπειρος και αδέξιος: Aυτός ο κουρέας / ο γιατρός είναι ~.

[τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-nal > tonal > to-nal] και με ανομ. αποβ. [mb-nd > mb-n] · αλμπάν(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμπάνης [albánis] ο,
  • ① horseshoer, farrier, blacksmith (syn πεταλωτής):
    • folkt ζυγώνει τον αλμπάνη και σηκώνει το πόδι της το πισινό και του λέει |
    • βάλε μου κ' εμένα ένα καρφί στο πόδι μου (Loukatos) |
    • ο ήρωας ξεκρεμάει από τον τοίχο την προσωπογραφία ενός ενδόξου προγόνου του σπιτιού και στη θέση της βάνει τη μεγέθυνση ενός αλμπάνη φουστανελά (Athanasiadis-N)
  • ② incompetent physician or surgeon:
    • (αυτός ο γιατρός) είναι ~ |
    • αυτός ο ~ έκαμε την εγχείρηση; |
    • η θεια Kαλή πήγε για ν' ανταμώσει έναν αλμπάνη, φημισμένον για τα γιατροσόφια του (Bastias)

[fr Turk nalband 'blacksmith, farrier' ← Pers]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμπάνικο [albániko] το,
  • horseshoeing workshop, smithy (syn πεταλωτήριο):
    • folkt μια φορά μια χελώνα επέρναγε απόξω από ένα ~ (Loukatos) |
    • βρε Xατζατζάρη, ξέρεις κανένα ~ εδώ κοντά; (Ioannou, Karangiozis)

[der of αλμπάνης w. suff -ικο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμπάνισσα [albánisa] η,
  • ① wife of a horseshoer
  • ② woman incompetent in some kind of work or art

[der of αλμπάνης w. suff -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμπαρόζα, αλμπαρόριζα s. αρμπαρόριζα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλμπατρος το [álbatros] Ο (άκλ.) : μεγαλόσωμο θαλασσοπούλι που ζει στο Nότιο Aτλαντικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό.

[λόγ. < αγγλ. albatros]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμπατρος [álbatros] ο, orn
  • albatross (syn άλβατρο):
    • poem δεν μπορεί πια κανείς να παρομοιάσει τους ποιητές με τους άλμπατρους, | τους πρίγκιπες αυτούς των νεφών (FBarlas)

[fr Eng albatross; s. άλβατρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες