Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλμα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλμα το [álma] Ο48 : 1.(λόγ.) πήδημα: ~ θανάτου, για ιδιαίτερα επικίνδυνο πήδημα. ΦΡ ~ στο κενό*. || (αθλ.) ~ εις μήκος / εις ύψος / επί κοντώ*. ~ τριπλούν. 2. (μτφ.) ταχύτατη μετάβαση από ένα στάδιο σε άλλο: Προχωρεί στα μαθήματά του με άλματα. H οικονομία μας έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια, άλματα προόδου. || τα κενά που αφήνει μια πορεία με άλματα: Mην κάνεις άλματα, γιατί δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω, μην αφήνεις λογικά κενά. Στην αφήγηση γίνεται ένα ~ που μεταφέρει τον αναγνώστη από τα γεγονότα των αρχών του αιώνα στις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἅλμα· 2: σημδ. γαλλ. saut]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλμα [álma] το, (L)
  • ① jump, leap, spring, bound (syn πήδημα, σάλτος):
    • αθλητικό ~ |
    • ~ απλούν (L) long jump (syn ~ εις μήκος) |
    • ~ τριπλούν hop, skip & jump |
    • ~ επί κοντώ (L) pole vault |
    • ~ εις ύψος (L) high jump; fig οι βιομήχανοι του θεάτρου μας έχουν συνηθίσει με τέτοια άλματα εις ύψος (Athanasiadis-N) |
    • ~ εις μήκος broad jump (syn ~ απλούν) |
    • ~ εις μήκος μετά φοράς or άνευ φοράς (L) |
    • | άλμα milit tactics bound, leap |
    • | κάνω ~ |
    • με άλματα by leaps & bounds |
    • η πρόοδος προχωρεί με βήματα κι όχι με άλματα (Vrettakos) |
    • με μικρά, αλλά σταθερά βήματα προς τα εμπρός και όχι με άλματα στο κενό (Papanoutsos) |
    • συχνά η φαντασία του τον παρασύρει σε άλματα στο κενό, σε συσχετισμούς πολύ ριψοκίνδυνους (Vacalop) |
    • poem καθώς βγαίνει με άλματα τεράστια | το δελφίνι μέσ' από την άβυσσο | και ξαναμπαίνει πάλι ορμητικό (Sikel)
  • ② going too fast or beyond a certain point (considered sound), leaving intermittent gaps, lack of continuity or coherence, leap:
    • κάνεις άλματα στη σκέψη, στην αφήγηση κλ |
    • ~ της λογικής |
    • λογικό ~, e.g. κάνοντας ένα λογικό ~ φρονεί ότι πρέπει τα φιλοσοφικά βιβλία να συντάσσονται στην αρχαία γλώσσα (Dimaras) |
    • η ζωή πραγματοποιεί ένα ~ πέρα από τον εαυτό της, πάει πέρα απ' ό,τι απλώς είναι (Theodorakop) |
    • η λειτουργία της αφαίρεσης δεν άρχισε με ~ (Malevitsis) |
    • οι μεταβολές δεν πραγματοποιούνται ποτέ με άλματα (Athanasiadis-N) |
    • ανάμεσα στα τμήματα του ποιήματος γίνονται άλματα, που καταλύουν κάποτε την αισθητική συνοχή του συνόλου (Tsatsos)
  • ⓐ intermittent gap (syn κενό):
    • ανωμαλίες, αιφνίδια άλματα, νέοι απρόβλεπτοι σχηματισμοί (Papanoutsos) |
    • το νόημα διατυπώνεται ολοκάθαρα, τυπικά, χωρίς άλματα, χωρίς διασκελισμούς, χωρίς αποσιωπήσεις (Panagiotop)
  • ③ fig stride, advancement, rapid and/or significant progress (syn σημαντική πρόοδος):
    • ένα γόνιμο ~ |
    • τα άλματα στην ιστορία του θεάτρου |
    • τα εκπαιδευτικά άλματα στη Σουηδία |
    • το παίξιμο του ηθοποιού ήταν ένα δραματικό ~ (Athanasiadis-N) |
    • το ~ της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι το ωραιότερο και το σταθερότερο που έκαμε η ιδιωτική επιχείρηση (id.) |
    • σήμερα οι φυσικοί αναγνωρίζουν και το θαύμα μέσα στη φύση, το ~ (Panagiotop) |
    • με το μεγάλο ~ ο μεγαλοφυής επιστήμονας, ο οξύς φιλοσοφικός νους ξεπερνά το πεδίον της κατ' άνθρωπον αληθείας (Tatakis) |
    • το μεγάλο ~ (στο ποίημα) είναι από τη μια μορφή στην άλλη (Papatsonis)

[fr AG ἃλμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμανάκ το [almanák] Ο (άκλ.) : είδος ημερολογίου που περιέχει και διάφορες αστρονομικές, εγκυκλοπαιδικές ή άλλες πληροφορίες.

[λόγ. < γαλλ. almanach (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμανάκ [almanák] το, (& αλμανάχ)
  • almanac, calendar (syn ημερολόγιο, καλαντάρι, καζαμίας)

[fr ML almanac(h) ← SpanArab al manaxa¯kh 'calendar']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματικά [almatiká] adv
  • by leaps & bounds; rapidly, swiftly (syn αλματικώς, αλματωδώς, γοργά):
    • προχωρεί ~ |
    • η αλληλεξάρτηση των κρατών αυξάνει ~ (Tsatsos)

[der of αλματικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματικός, -ή, -ό [almatikós] (L)
  • ① taking place by leaps (syn πηδηχτός):
    • αλματικό βάδισμα
  • ② fig rapid, swift (syn αλματώδης, γοργός):
    • αλματική αύξηση του πληθυσμού |
    • αλματική πρόοδος, e.g. από γενεά σε γενεά οι βιοτικές συνθήκες του αμερικανικού συνόλου κάνουν μια αλματική πρόοδο (Theotokas) |
    • αλματική μετάβαση, e.g. στα διάφορα είδη δεν επιτρέπεται αλματική μετάβαση, αλλά μετάβαση με όλους τους μικρούς βαθμούς της διαφοράς (Theodorakop) |
    • αλματική εξέλιξη, e.g. μερικοί κλάδοι δεν παρουσιάζουν τόσο αλματικές εξελίξεις (Christidis AK) |
    • αλματική τουριστική ανάπτυξη |
    • η κίνηση του τουρισμού σημείωσε αλματική άνοδο |
    • αλματική σταδιοδρομία |
    • αλματικές κατακτήσεις της τεχνικής |
    • αλματική χειροτέρευση των ευρωπαϊκών πραγμάτων (Papatsonis)

[der of άλμα w. suff -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματικώς [almatikós] adv
  • by leaps & bounds, rapidly (syn in αλματικά):
    • η χώρα προόδευσε ~

[der of αλματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλματώδης -ης -ες [almatóδis] Ε11 : για κτ. που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, που κάνει άλματα· ραγδαίοςβ: H ανάπτυξη του τουρισμού ήταν ~ κατά τις τελευταίες δεκαετίες. H υγεία του παρουσίασε αλματώδη βελτίωση / επιδείνωση. H αύξηση των τιμών δε συγκρατείται, είναι ~. H επιστήμη έκανε αλματώδεις προόδους τον εικοστό αιώνα. αλματωδώς ΕΠIΡΡ: H βιομηχανία εξελίσσεται ~.

[λόγ. αλματ- (άλμα) -ώδης μτφρδ. αγγλ.(;) by leaps and bounds· λόγ. αλματώδ(ης) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματώδης, -ης, -ες [almató∂is]
  • happening by leaps & bounds, rapid, swift (syn in αλματικός 2):
    • ~ άνοδος των εργασιών |
    • ~ ανάπτυξη |
    • ~ πορεία προς την αναγέννηση της χώρας |
    • ~ εξέλιξη, e.g. η ~ εξέλιξη της επιχειρήσεως |
    • ~ αύξηση του αναστήματος (Poulianos) |
    • η ~ αύξηση της τιμής των οικοπέδων (Palaiologos) |
    • ~ άνοδος του δείκτη των εγκλημάτων |
    • η ~ πρόοδος της μηχανής |
    • η ~ εκβιομηχάνιση |
    • αλματώδη πρόοδο σημείωσε η λαϊκή εκπαίδευση |
    • το ξεκίνημα για την αλματώδη κατάκτηση των νέων κλασικών μορφών στις μετόπες (Despinis)

[der of άλμα w. suff -ώδης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλματωδώς [almato∂ós] adv = αλματικώς
:
  • η βιομηχανία προάγεται ~ |
  • η αρχαιολογική αξία του Γλα ανέρχεται ~ τα τελευταία χρόνια (Varelas)

[der of αλματώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες