Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλως [álos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) αλλιώς, διαφορετικά, στην αντίθετη περίπτωση· συχνά με την έννοια απειλής: Πρέπει να φανείτε συνεπείς στις υποχρεώσεις σας· ~ θα προχωρήσουμε δικαστικώς. || ούτως ή ~, επιρρηματική έκφραση που ενισχύει το νόημα της πρότασης που ακολουθεί: Θα σας τηλεφωνήσει ούτως ή ~, οπωσδήποτε. Ούτως ή ~ δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να έρθει.
[λόγ. < αρχ. ἄλλως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλως [álos] adv (L)
- ① in a different way, differently (syn in αλλιώς 1):
- σκέπτομαι ~ (L) (syn σκέφτομαι αλλιώς) |
- idiom phr ούτως ή ~ (L) (syn in έτσι κι αλλιώς [s. αλλιώς 1]) |
- δημιουργείται αντίθεση μεταξύ της ιδέας του δικαίου και συνακόλουθα του ορθού ή ~ φυσικού δικαίου (Tsatsos) |
- αν κανείς δεν θελήσει να κρίνει ~ το έργο ..., θα δει ότι αιτία είναι η συμπάθεια του περιηγητή (Athanasiadis-N)
- ② if not, contrariwise, otherwise (syn in αλλιώς 2):
- κάμε ό,τι σου λέω, ~ θ' αποτύχεις |
- υπάκουσε, διότι ~ δεν έχει ταξίδι |
- πρέπει να είσαι φίλεργος, ~ θα χάσεις τη θέση σου |
- πλήρωσε το χρέος, ~ θα σου κάμει αγωγή |
- ν' ανακαλέσεις όσα είπες, ~ θα σε καταγγείλω για εξύβριση (L επί εξυβρίσει) |
- να περάσεις μεθαύριο Tρίτη, ~ σε περιμένω την Tετάρτη (Palam) |
- η πράξη αυτή προϋποθέτει πάντοτε τη θεωρία, ~ είναι απλή εμπειρία (Theodorakop) |
- πρέπει να είναι και ο ίδιος ο μεταφραστής κατά κάποιο βαθμό δημιουργικός καλιλιτέχνης, γιατί ~ θα κινδύνευε να περιορίσει την απασχόλησή του σε απλή σχολική εργασία (Papatsonis) |
- ο επικριτής δεν διάβασε ούτε όσα γράψαμε και για τους νέους προσανατολισμούς της επιστήμης, ~ θα γνώριζε ότι κλ (Katsigra)
[fr K ἄλλως ← AG]
- ① in a different way, differently (syn in αλλιώς 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλωστε [áloste] σύνδ. αντιθ. : συνήθ. ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και στην αρχή ή κοντά στην αρχή της πρότασης· εκφέρει το βασικό λόγο τον οποίο με ήπιο τόνο προσθέτει ο ομιλητής, για να δικαιολογήσει ό,τι έχει αναφέρει στην προηγούμενη πρόταση· εξάλλου: Δεν πρόκειται να σας καθυστερήσω· ~ είναι η ώρα περασμένη. Ξέρει καλά τη δουλειά του· ~ δουλεύει στην ίδια θέση εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν τους παρεξήγησα· και τους δύο ~ τους γνωρίζω χρόνια. || (ως επίρρ.): όπως ~, βέβαια, φυσικά: Ήταν υπάκουη και πρόθυμη, όπως ~ όλες οι γυναίκες του καιρού της.
[λόγ. < αρχ. ἄλλως τε]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλωστε [áloste] adv
- moreover, furthermore, besides, after all, for that matter (syn εκτός αυτού, επιπλέον, εξάλλου):
- φυσικά τους αγαπάς· οι ίδιοι ~ το ξέρουν |
- δεν πάω στην επίσκεψη, ~ με τέτοιον καιρό δε βγαίνω έξω |
- δε θέλω να τον δω, ~ είναι ήδη αργά |
- τον γνωρίζεις καλά· ~ σ' έχω ενημερώσει στο ζήτημα |
- αυτά τα λόγια δεν ήτανε διόλου φουσκωμένα· η δράση του ~ αποτελούσε την ευγλωττότερη επιβεβαίωση (Melas) |
- αντιμετωπίζει την κατάσταση με ψυχραιμία· το μένος των πρώτων συγκρούσεων έχει ~ κοπάσει (Papanoutsos) |
- η ελληνική πνευματική ζωή στον καιρό του δεν ήταν - ούτε και σήμερα ~ είναι πολύ εξοικειωμένη με σύνθετες καταστάσεις (Theotokas) |
- γράφει ένα άλλο έργο, βιβλίο ~ που έμεινε ανέκδοτο (Dimaras) |
- στο αναμεταξύ έχασε τα πλούτη του, σπάταλος ~ καθώς ήταν (Panagiotop)
- ⓐ ~ και besides also, and furthermore:
- άλλοι θα επιχειρήσουν τέτοιο ταξίδι· και ~ ο Σύλλογος φρόντισε και ακούστηκεν από το ίδιο βήμα τούτο φωνή αγορητών κλ (Palam) |
- δεν πρέπει να χάνομαι σε πολλές εθνικές αισθηματικότητες· και ~ με κουράζει (Dragoumis) |
- θα περιοριστώ σ' ένα μόνο θέμα, που συγκεντρώνει και ~ το κύριο ενδιαφέρον της στιγμής (Terzakis)
[fr K ἄλλως τε]
- moreover, furthermore, besides, after all, for that matter (syn εκτός αυτού, επιπλέον, εξάλλου):