Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλοτε [álote] επίρρ. χρον. : 1.αόριστα σε κάποια άλλη χρονική στιγμή ή περίσταση σε αντίθεση με το παρόν: Θα σας διηγηθώ ~, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες, κάποια άλλη φορά. || με το κάποτε επιτείνεται η αοριστία: Kάποτε ~ τα ξαναλέμε. || συχνότερα αναφέρεται στο παρελθόν: Tραγούδια που ήταν ~ επιτυχίες, κάποτε στο παρελθόν. ~ η ζωή ήταν πιο εύκολη. ~ δε βαριόμουν, ταξίδευα συχνά. Ποτέ ~ δεν τον είδα τόσο κουρασμένο. ~ και τώρα. Σαν ~, όπως παλιά, όπως πρώτα. 2. αόριστα για συχνή επανάληψη δύο αλλεπάλληλων προτάσεων ή όρων με διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο· πότε
πότε, μερικές φορές: ~ αργά ~ νωρίς. ~ έτσι και ~ αλλιώς τα βολεύουμε. Ο καιρός είναι ~ κρύος και ~ ζεστός, με εναλλαγές κατά περιόδους, πότε κρύος πότε ζεστός. Δεν μπορούσε να συνέλθει· ~ έκλαιγε κι ~ γελούσε, τη μια έκλαιγε και την άλλη γελούσε. ~ μεν
~ δε, και άλλοτε, άλλοτε πάλι: ~ μεν ήταν χαρούμενος ~ δε λυπημένος.
[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. 2) < αρχ. ἄλλοτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- άλλοτε, επίρρ.· αλλότε· άλλοτες· αλλότες.
-
- Άλλοτε:
- ω! καλορίζικοι καιροί αλλότες που ’σα εκείνοι! (Πανώρ. Πρόλ. 32).
[αρχ. επίρρ. άλλοτε. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Άλλοτε:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλοτε [álote] adv (& region. & lit άλλοτες)
- ① once (in the past), of yore, of old (syn σε άλλον [περασμένον] καιρό, στο παρελθόν, άλλη φορά, κάποτε):
- αυτό γινόταν ~ |
- ήταν ~ υπάλληλος της εταιρίας |
- ~ ήμασταν φίλοι |
- ήσουν υπάκουος ~ |
- το σχολειό που ήταν άλλοτες μαγαζί |
- καρδιακές βλάβες ~ και τώρα |
- δεν είναι πια λυγερή όπως ~ |
- για την πνευματική κίνηση έγραψα ~ |
- poem ~ μας ήταν εύκολο ν' αντλήσουμε είδωλα και στολίδια | για να χαρούν οι φίλοι κλ (Seferis) |
- κι αν όσα αγάπησα άλλοτες όλα η ψυχή μου τα μισεί (Malakasis) |
- πώς είχατε άλλοτες λαλιά μας μολογούσε η βάβα (Athanas)
- ⓐ το άλλοτε, noun, the past (syn παρελθόν):
- είναι και ο νέος που δεν έχει γνωρίσει το ~ (Panagiotop)
- ⓑ one-time, formerly, erstwhile, ex- (syn πρώην, τέως) used also adjectivally (syn αλλοτινός):
- ~ διευθυντής |
- ο ~ διαπραγματευτής the one-time negotiator |
- οι ~ φίλοι του his erstwhile friends |
- το ~ βασίλειο του Mαυροβουνίου |
- συνεργάζεται με την ~ σύζυγό του |
- μπήκα στο σπιτάκι μου το ~ και ανανοήθηκα παλιούς καιρούς (Dragoumis) |
- αποκλεισμένοι μέσα στην ~ ευτυχισμένη πρωτεύουσα (Vacalop) |
- ο Bησσαρίων, ο ~ μαθητής του Γεμιστού (id.) |
- poem στο άχραντο μέσα του ~ ιερό |...| καλόγρια μια ψυχή είχε λειτουργήσει (Malakasis)
- ② another time (in the future) (syn άλλη φορά [στο μέλλον]):
- ~ να μην το κάμεις |
- θα σου πω ~ |
- ας μείνει γι' ~ |
- να μην έρθεις ~ στο σπίτι μου
- ③ sometimes, periodically, usu ~ ... ~ (or ~ ... και ~) (syn μερικές φορές, κάποτε; μερικές φορές ... άλλες φορές, κάποτε κάποτε, πότε πότε):
- ~ έτσι, ~ αλλιώς |
- ~ γελά, ~ κλαίει |
- είναι ~ κρύος κι ~ ζεστός |
- βρίσκεται ~ στην Aθήνα, ~ στη Pώμη |
- πηγαίνει ~ με τον ένα και ~ με τον άλλον |
- ο ανδριάντας είναι ~ μεγάλος, ~ μικρός στο μέγεθος |
- η μορφή ~ χαρακτή, ~ ανάγλυφη ή και ολόγλυφη |
- άλλοτες του φαινότανε ψιμάρνι βολικό ... άλλοτες όμως σατανάς μονάχος (Melas) |
- τον κατέχει ~ εντονότερη και ~ ασθενικότερη η μανία της αυτοανάλυσης (Theotokas)
[fr MG άλλοτε & άλλοτες ← K, AG ἄλλοτε]
- ① once (in the past), of yore, of old (syn σε άλλον [περασμένον] καιρό, στο παρελθόν, άλλη φορά, κάποτε):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλοτες [álotes] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) άλλοτε.
[μσν. άλλοτες < αρχ. ἄλλοτε με προσθήκη -ς αναλ. προς το χτες]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοτεσινός1 [alotesinós] ο,
- one pertaining to the old world, one of the past
[substantiv. m of αλλοτεσινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοτεσινός2, -ή, -ό [alotesinós] region. (Crete,
- Sterea, Epir, ERoumelia etc) pertaining to a previous period, past, old (syn αλλοτινός):
- αλλοτεσινά ρούχα |
- αλλοτεσινό παλιοκόκκαλο |
- δυο χρυσά που ο Σκελετόβραχος ένοιωσε πως ήταν από τη ρεμούλα την αλλοτεσινή (Vlami)
[der of άλλοτες (s. άλλοτε) w. suff -ινός]
- Sterea, Epir, ERoumelia etc) pertaining to a previous period, past, old (syn αλλοτινός):