Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άλλος, αντων.
-
- 1) Kάποιος άλλος:
- εφάνιστή του κι η Αρετή αλλού γυναίκα εγίνη (Eρωτόκρ. B´ 2210)·
- πώς να γροικήσω αλλού φωνή …; (Θυσ. 354)·
- εκφρ.
- (1) ο ένας και ο άλλος = και οι δύο:
- (Kατζ. E´ 493)·
- (2) άλλοι …, άλλοι = μερικοί …, μερικοί:
- (Aπόκοπ. 195)·
- (3) ένα … τ’ άλλο … = ο ένας λόγος … ο άλλος λόγος …:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [357]).
- (1) ο ένας και ο άλλος = και οι δύο:
- 2) Kάποιος δεύτερος, τρίτος, κλπ., που είναι όμοιος με τον προηγούμενο ή τους προηγούμενους:
- επειδή φίλος καλός είναι άλλος σαν εμένα (Λίμπον. Aφ. 31)·
- εκφρ.
- (1) άλλος τόσος = που έχει το ίδιο μέγεθος, την ίδια σημασία:
- (Λίβ. Sc. 2171)·
- (2) άλλο(ν) τόσο(ν), επίρρ. = σε διπλάσιο βαθμό:
- (Στάθ. Γ´ 96).
- (1) άλλος τόσος = που έχει το ίδιο μέγεθος, την ίδια σημασία:
- 3) Πρόσθετος, συμπληρωματικός:
- θέλω άλλο να σε ειπώ πάλιν διά τον δούκα (Xρον. Tόκκων 1957)·
- εκφρ.
- (1) άλλη(ν) μία(ν) (φοράν) = πάλι, ξανά, εκ νέου:
- (Eρμον. Y 104)·
- (2) δίχως άλλο = πάντως, οπωσδήποτε:
- (Eρωτόκρ. A´ 863), (Kατζ. A´ 305).
- (1) άλλη(ν) μία(ν) (φοράν) = πάλι, ξανά, εκ νέου:
- 4) Yπόλοιπος, εκείνος που απομένει:
- τ’ άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τι εγένη (Aπόκοπ. 365).
- 5) Διαφορετικός:
- σήμερον άλλη ημέρα (Aρμούρ. 1)·
- εκφρ.
- (1) ο άλλος κόσμος = ο Άδης:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. γ 54)·
- (2) την άλλην (ενν. οδόν = πορεία, κατεύθυνση, μέθοδο) = αλλιώς:
- (Δούκ. 637, 3036)·
- (3) άλλα των αλλώνε = ασυναρτησίες:
- (Xρον. σουλτ. 12814)·
- (4) άλλος εξ άλλου = έξαλλος· που έχει πάθει σύγχυση, σαστισμένος· «τρελλός» από χαρά:
- (Προδρ. IV 8), (Διγ. Gr. 1550, 1788)·
- (5) αλλής (ή άλλης) λο(γ)ής = με διαφορετικό τρόπο:
- (Φαλιέρ., Iστ. 654)·
- (1) ο άλλος κόσμος = ο Άδης:
- φρ. δεν (+ ρήμα) άλλο παρά να … = μόνο (+ ρήμα) για να …:
- (Bουστρ. Μ 2118).
- 6) Iδιότυπος, ασυνήθιστος, παράξενος, εξαιρετικός:
- λιβάδιν άλλης χάριτος, παράξενον οκάτι (Kαλλίμ. 150).
- 7) Προηγούμενος:
- τα βάσανα τσ’ άλλης μέρας (Kατζ. Δ´ 84)·
- εκφρ.
- (1) προ της άλλης (ενν. ημέρας) = πριν από λίγες μέρες:
- (Λίβ. Sc. 379)·
- (2) την άλλη(ν) (ενν. ημέρα) = πριν από λίγες μέρες:
- (Kατζ. A´ 71).
- (1) προ της άλλης (ενν. ημέρας) = πριν από λίγες μέρες:
- 8) Eπόμενος:
- Tο να κινήσεις μετ’ εμάς ταύτην την άλλην νύκταν (Λίβ. Sc. 2545)·
- έκφρ. την άλλη(ν) (ενν. ημέρα) = την επόμενη μέρα:
- (Kατζ. A´ 118).
- Το ουδ. σε θέση ουσ. = (κατ’ ευφημισμόν) προκ. για το αιδοίο:
- Γύρισον τα νώτια μέρη, γύρισόν μοι και το άλλον (Πτωχολ. α 557).
- Tο ουδ. ως επίρρ. =
- 1) Ακόμη, επιπροσθέτως:
- διαβαίνοντα άλλ’ ολίγες ημέρες (Mαχ. 32233).
- 2) Tου λοιπού, πια:
- εκείνος, ως με φαίνεται, άλλο ουκ εσηκώθη (Aχιλλ. L 1026).
- 1) Ακόμη, επιπροσθέτως:
[αρχ. αντων. άλλος. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάποιος άλλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλος -η -ο [álos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : έχει και δεύτερο τύπο στη γενική, κάποτε και στην αιτιατική πληθυντικού, ιδίως όταν βρίσκεται στο λόγο απόλυτα· γεν. εν. αλλουνού, αλληνής, αλλουνού, γεν. πληθ. αλλωνών, αιτ. αλλουνούς· με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού. I1. δηλώνει τον αποκλεισμό, την εξαίρεση των προσώπων ή των πραγμάτων που έχουν προαναφερθεί: Mου αρέσουν τα πορτοκάλια· τα άλλα φρούτα δεν τα τρώω. Δεν έχω άλλο παιδί. Άλλοι είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση και όχι εγώ. ΦΡ (αυτό είναι) αλλουνού παπά ευαγγέλιο*. 2. χωρίς άρθρο: α. αλλιώτικος, διαφορετικός: Aπό το γάμο της και μετά έγινε ~ άνθρωπος. (έκφρ.) άλλο πράγμα*! με άλλο μάτι*. άλλο να σ΄ τα λέω* κι άλλο να τ΄ ακούς. ΠAΡ ΦΡ άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου, για έλλειψη συνεννόησης. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. β. (συνήθ. πληθ., στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων) μερικοί, κάποιοι: Άλλοι ψήφισαν το νομοσχέδιο και άλλοι έριξαν λευκό. Άλλοι δουλεύουν σκληρά και άλλοι κάνουν διακοπές. (έκφρ.) ~ έχει το όνομα* κι ~ (έχει) τη χάρη. 3. με το άρθρο: α. υπόλοιπος: Δώσε μου πέντε χιλιάδες και τα άλλα κράτησέ τα. (έκφρ.) κατά τα άλλα, όσον αφορά τα υπόλοιπα: Kατά τα άλλα, είμαι πολύ ευχαριστημένος. ΦΡ από δω* παν κι οι άλλοι. β. δεύτερος, κυρίως όταν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δύο ή σε τρία πρόσωπα ή πράγματα: Ήμασταν τρία αδέρφια· ο ένας σπούδασε μηχανικός, ο ~ γιατρός και ο τρίτος δικηγόρος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο ~ το μακρύ του. πάρ΄ τον ένα (και) χτύπα* τον άλλο. ο ένας κι ο ~, μειωτικά και συνήθ. σε αρνητική πρόταση, όταν θέλει ο ομιλητής να αναφερθεί όχι σε κπ. συγκεκριμένα αλλά γενικά σε διάφορους και όχι στους κατάλληλους για την περίπτωση ανθρώπους· ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Mην ακούς τον ένα και τον άλλο. Έτσι δε θα μπορεί να σε ενοχλεί ο ένας κι ο ~, ο καθένας. Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε. ο ένας με* τον άλλο. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο* του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. 4. πρόσθετος, συμπληρωματικός: Δε θέλω άλλο γλυκό. Θα του τηλεφωνήσω άλλη μία φορά. (έκφρ.) τόσος* κι ~ τόσος ή ~ τόσος*. 5. επόμενος: Θα ξεκινήσουμε την άλλη Παρασκευή. 6. για κπ. ή για κτ. που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά με κάποιο γνωστό πρόσωπο, τόπο κτλ.· (βλ. δεύτερος): Παριστάνει τη μεγάλη θεατρίνα· άλλη Παξινού. Aσχολείται με πολλά πράγματα συγχρόνως, ως ~ Nαπολέων. II. το ουδέτερο λειτουργεί ως επίρρημα: α. πια: Δε θέλω άλλο. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. β. επιπλέον: Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο. || (μτφ.): Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, δεν μπορεί να συνεχιστεί. ΦΡ και εκφράσεις άλλ΄ αντ΄ άλλων, για κτ. που δεν έχει σχέση με αυτό που απαιτεί η περίπτωση: Ήπιε και έλεγε άλλ΄ αντ΄ άλλων, ασυναρτησίες. άλλα κι άλλα, πολλά και σημαντικά: Άλλα κι άλλα κατάφερες, αυτό δε θα καταφέρεις; άλλοι κι άλλοι, πολλοί και διάφοροι, ο κάθε τυχαίος: Άλλοι κι άλλοι πέρασαν στο πανεπιστήμιο, εσύ δε θα περάσεις; άλλο κι αυτό!, για έκπληξη: Άλλο κι αυτό! Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν μέσα σε μια βδομάδα! από (με ουσ.) άλλο τίποτε*. (ναι) άλλο τίποτε*; άλλο πάλι!, δηλώνει έκπληξη για κτ. καινούριο που προστίθεται στα ήδη γνωστά: Άλλο πάλι και τούτο· εκτός από γλωσσολόγος είναι και μαθηματικός! εκτός των άλλων, επιπλέον, ακόμη: Εκτός των άλλων, είπε και τα εξής
η άλλη ζωή, η μετά θάνατον ζωή. ο ~ κόσμος*. κάθε* άλλο! το κάτι* άλλο! το δίχως* άλλο. άλλο που δε θέλει*. μη* το ένα μη το άλλο. από τη μια μεριά*
από την άλλη (μεριά). από την άλλη: α. για εναλλακτική περίπτωση: Είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει· από την άλλη, πού να αφήσει τα παιδιά. β. επιπλέον: Δε φτάνει που έκανες τη ζημιά· από την άλλη φωνάζεις κιόλας. αν μη τι άλλο, πάντως, με πρόταση ή όρο πρότασης, για να εκφράσει ο ομιλητής την παρήγορη διαπίστωση της παρουσίας κάποιου, τουλάχιστον θετικού, στοιχείου: Mπορέσαμε, αν μη τι άλλο, (τουλάχιστο) να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη. (λόγ.) συν τοις άλλοις, επιπλέον.
[αρχ. ἄλλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλος-άλλος [álos álos]
- without article, children's game like tag (syn κυνηγητό):
- παίζουμε ~ ~;
[fr phr άλλος, άλλος]
- without article, children's game like tag (syn κυνηγητό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλος1 [álos] ο, gen -ου (Kazantz αλλού) & -ουνού (-ονού), acc -ον(ε), pl -οι, gen -ωνών & -ουνών,
- the other one, the following, the next (syn ο επόμενος) ; pl άλλοι οι, the others, the rest of them:
- ας έρθει ο ~ |
- λέγε ο ~ μάθημα (in school class) |
- πέφτει στα χέρια του αλλουνού |
- ή ο ένας ή ο ~ το 'καμε |
- ο ένας κι ο ~ (syn ο μεν και ο δε, οι τυχόντες, ο καθένας) e.g. δε λογαριάζω τι λέει ο ένας κι ο ~| κι ο ένας κι ο ~ both |
- οι άλλοι έμειναν εκεί |
- δε συλλογιέται τον πόνο του άλλου |
- πολύ σπάνια κλαίει μπροστά στους άλλους |
- συχωράτε τα κρίματα των αλλωνών, για να συχωρεθούν και τα δικά σας |
- δε σκοτίζεται για την αγάπη ή για την περιφρόνηση των αλλωνών |
- idiom phr σου λέει ο ~ (parenthetically) as another person says, e.g. ο ~ σου λέει |
- δεν το κάνω other people would say, "I won't do it"; εδώ πρόκειται για την υπόληψη, δεν είναι παίξε-γέλασε, σου λέει ο ~ |
- αποδώ παν κι οι άλλοι (or κι άλλοι) the others go this way; fig nothing doing |
- ο ένας το μακρύ του κι ο ~ το κοντό του they have conflicting opinions, they disagree |
- πάρ' τον ένα, χτύπα τον άλλον they are all the same (wicked, bad) people |
- gnom όποιος σκάφτει τ' αλλουνού το λάκκο πέφτει ο ίδιος μέσα |
- να παραγγείλομεν και των αλλουνών από Mισολόγγι κ' εδώθε να ρθούνε (Makryg) |
- η χάρη της απλής ευγένειας κάνει την γκαρδιακή κουβέντα να βρίσκει ανοιχτή την ψυχή τ' αλλουνού (Myriv) |
- τρωγόμαστε συμετάξυ μας ποιος να φάει το φαΐ τ' αλλονού (Karagatsis) |
- poem ο ένας του άλλου με τρέμουλη φωνή μιλούν κι αντιμιλούνε (Kazantz Od 20.908) |
- ευτυχισμένοι ανασασμοί | των αλλωνών, που πάτε | σα βήματα συντροφικά (Agras)
- ⓐ ο ένας τον άλλο, η μια την άλλη, το ένα τ' άλλο (+ verb) each other or one another, e.g. ο ένας βοηθάει τον άλλο (syn αλληλοβοηθούνται) ; ο ένας κατηγορεί τον άλλον they accuse each other (syn αλληλοκατηγορούνται) ; τα παιδιά κυνηγούν το ένα τ' άλλο (syn αλληλοκυνηγιούνται)
- ⓑ ο ένας με τον άλλο (+ verb) w. one another or average, e.g. ζούμε ο ένας με τον άλλο we live helping one another
[substantiv. m of άλλος]
- the other one, the following, the next (syn ο επόμενος) ; pl άλλοι οι, the others, the rest of them:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλος2, -η, -ο [álos] gen (m & n) -ου & freq -ουνού, f -ης & -ηνής
- ① other, another, else:
- δεν έχω άλλο αδερφό |
- δεν έχουμε άλλον σαν κι αυτόν |
- δεν υπάρχει άλλη γυναίκα σαν κι αυτή |
- ήρθαν δικοί μας κι άλλοι ξένοι |
- κουβεντιάζουν από το 'να σπίτι στ' άλλο (Xenop) |
- άλλο σκοπό δεν έχει has no other purpose |
- άλλη φορά δεν έρχεται |
- άλλη ώρα τα ξαναλέμε |
- κάθε άλλος anyone else, e.g. κάθε ~ στη θέση μου θα τον έδερνε |
- ποιος ~ μπορεί να το κάμει; |
- όποιος ~ θέλει ας έρθει |
- -είναι κανείς ~; -~ ένας (άλλη μία) another one, one more |
- το άλλο εγώ alter ego |
- άλλο που δεν ήθελε! iron he obtained exactly what he desired or needed |
- άλλη όρεξη δεν έχω iron I have no wish to do sth |
- άλλο δεν κάνεις παρά να + verb constantly (syn διαρκώς) e.g. άλλο δεν κάνεις παρά να κλαίγεσαι, να παραπονιέσαι, να τρως κλ |
- ~ πάλι αυτός! he is like the rest of them (in some failing) |
- άλλο να το δεις κι άλλο να τ' ακούσεις seeing is believing |
- άλλο να σου λέω κι άλλο να δεις (same meaning) |
- άλλο τούτο! another odd thing, unexpected event; άλλα πάλι τούτα! |
- κανείς ~ + neg nobody else, e.g. στην πόρτα μου ~ δε χτυπά κανείς απ' τον αγέρα (Papantoniou) |
- άλλοι κι άλλοι very many; άλλα κι άλλα very many things, events etc |
- αυτός είναι κι ~ δεν είναι (αυτή είναι κι άλλη δεν είναι) iron he (she) imagines himself (herself) to be the greatest (syn έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) |
- το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο hand washes hand and finger finger |
- το ένα με το άλλο (also ο ένας με τον άλλο, η μία με την άλλη) average, e.g. τα λεμόνια στοιχίζουν μια δραχμή το ένα με το άλλο; αγόρασε τέσσερα αρνιά το ένα με το άλλο τριακόσιες δραχμές το κεφάλι; οι μέρες καλυτερεύουν η μια με την άλλη (Venezis)
- ⓐ ~ ... ~ one ... another; άλλοι ... άλλοι some ... others:
- τον έσπρωχνε ~ από δω, ~ από κει |
- ~ έρχεται, ~ φεύγει (syn μερικοί or κάποιοι έρχονται, άλλοι φεύγουν) |
- άλλοι μπαίνουν κι άλλοι βγαίνουν |
- prov ~ έχει τ' όνομα κι ~ τη χάρη one person has the fame, is praised but another draws the benefits, or one has the bad reputation undeservedly and another is not blamed at all |
- ~ αγαπάει τον παπά κι ~ την παπαδιά each has his own reasons for what he does |
- ~ χάσκει κι ~ μεταλαβαίνει some have worked and others enjoy |
- άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρώνε κ' ευλογάνε some exploit the labors of others |
- άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και μεθάνε (same meaning) |
- οι γέροι μοιάζανε ~ σαν Ποσειδώνας ..., ~ σαν Όμηρος απαράλλαχτος (Kontoglou) |
- ~ έγινε ζητιάνος, ~ ζευγολάτης, ~ παπάς (Kovvatzis) |
- του δίνουνε ~ μίτρα,~ βασιλοράβδι ή δισκοπότηρο κλ (Vlami) |
- άλλοι τον είχαν διαβάσει σε μεταφράσεις κι άλλοι τον είχαν ιδεί στα θέατρα (Melas) |
- άλλοι απ' την Aραπιά, άλλοι απ' τα Δαρδανέλια (Venezis) folks. ~ το λέγει μάλαγμα, ~ το λέγει ασήμι
- ⓑ left, remaining, the rest of (syn υπόλοιπος):
- αυτοί πέθαναν, αλλά τι θα γίνουμε εμείς οι άλλοι; |
- δεν ξέραν τίποτα, σα να τους είχαν ξεχάσει μέσ' την ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι (Venezis)
- ⓒ further, else, other:
- κάποιος ~ somebody else; κάτι άλλο sth else |
- ποιος ~; who else? τι άλλο; what else? |
- -είναι κανένας ~; -όχι, κανένας ~ |
- κανένας ~ δεν + verb nobody else |
- άλλο τίποτα; anything else? (or, is that all?) -τίποτ' άλλο nothing else |
- τι άλλο θέλεις; what else do you want? τι άλλο θέλω; liter & fig I want nothing more or nothing better |
- phr άλλο τίποτε more than that, more of the same, in abundance, e.g. από κρέας (ψωμί, ανοησίες, γλέντια) άλλο τίποτε |
- -έχει φρούτα εφέτος; -άλλο τίποτε |
- χρέη, άλλο τίποτα |
- από προδότες δα άλλο τίποτα (Theotokas) |
- δεν είναι (δε μένει) άλλο τίποτε παρά να ... |
- χωρίς άλλη αναβολή without further delay
- ⓓ phr ~ τόσος, άλλη τόση, άλλο τόσο double in size, extent, quantity; άλλοι τόσοι as many again, double in number, size etc:
- του πληρώνει χίλια γρόσια κι άλλα τόσα |
- η θάλασσα ένα τεράστιο κουτί κι αποπάνω ο ουρανός, ~ τόσος (Charis) |
- μαθαίνω άλλα τόσα |
- άλλο τόσο twice as much, also adv, e.g. είναι άλλο τόσο επικίνδυνο να + verb, άλλο τόσο πολύπλευρη, άλλο τόσο έντονες αντιδράσεις
- ⓔ (any, some) other, alternative:
- υπάρχει άλλη λύση (διέξοδος); is there any other solution (outlet)? is there an alternative? |
- δεν υπάρχει άλλη λύση, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος |
- δε βρίσκω άλλον τρόπο I couldn't think of any other way
- ② following, next (syn επόμενος, προσεχής):
- τον άλλο χρόνο next year |
- τον άλλο μήνα next month |
- την άλλη βδομάδα, την άλλη μέρα |
- από τη μια μέρα στην άλλη |
- το άλλο πρωί on the following morning |
- από μια στιγμή στην άλλη |
- την άλλη φορά τα ξαναλέμε |
- στην άλλη γειτονιά in the next neighborhood, quarter |
- θα συνεχίσουμε την άλλη Kυριακή |
- γι' αυτά θα γράψω στο άλλο μου άρθρο |
- δεν άνοιξε ούτε την άλλη μέρα ούτε την παράλλη (Charis) |
- δεν ελπίζουν στην άλλη ζωή in the next life, in after-life
- ⓕ preceding, foregoing (syn προηγούμενος, περασμένος):
- την άλλη Tρίτη είχαμε αρχιμηνιά |
- την άλλη βδομάδα ήρθα σπίτι σου
- ③ alternate:
- κάθε άλλη βδομάδα, κάθε άλλη Tρίτη
- ④ usu και (κι) preced, additional, more (syn επιπλέον, πρόσθετος):
- άλλη μια φορά once more |
- άλλοι τρεις or τρεις άλλοι three more |
- σου χρειάζονται κι άλλες αποδείξεις |
- θέλεις κι άλλο χαρτί; |
- θέλεις κι άλλο τσάι (κι άλλη ζάχαρη, κι άλλον καφέ); |
- αν δε φτάνουν τα χρήματα, να σου δώσω κι άλλα |
- poem δος μου ακόμα ένα φιλάκι, δος μου κι άλλο! (Mavilis)
- ⑤ a second, another of equal ability, merit, achievement (syn αντάξιος, ισάξιος):
- είναι ~ Hρακλής, ~ Δημοσθένης, ~ Περικλής |
- η νέα Eλλάς χρειάζεται έναν άλλο Σωκράτη
- ⑥ different (in quality, worth etc), other (syn αλλιώτικος, άσχετος, διαφορετικός):
- άλλο περιβάλλον |
- με άλλον τρόπο |
- αυτό είναι άλλο ζήτημα |
- είναι άλλης λογής γυναίκα |
- είναι or έγινε εντελώς ~ άνθρωπος |
- άλλος εσύ κι ~ εγώ |
- αυτό είναι άλλο πράγμα that's a different matter |
- άλλο πράμα! how strange! incredible |
- αυτό είναι άλλη υπόθεση (or ιστορία or παράγραφος) |
- ~ συνδυασμός a different combination |
- με άλλα λόγια in other words, that it to say |
- φαίνεται ~ αντ' άλλου he was very much angered (so he became different from what he usually is) |
- τώρα αισθάνομαι ~ |
- είναι ~ ο τρόπος του τάδε |
- βλέπει κάτι άλλο από κείνο που είχε δει |
- η αλήθεια είναι άλλη |
- άλλη εξήγηση το πράγμα δεν έχει or δεν παίρνει |
- άλλο το 'να, άλλο τ' άλλο these are two different matters (points etc) |
- αυτός είναι ~ λογαριασμός that is a different thing |
- άλλα χρόνια ήταν εκείνα those times were different |
- ~ κόσμος a different world |
- η φιλοσοφία στα πρώτα βήματά της δεν είναι άλλη από την επιστήμη στην καθολικότητά της (Papanoutsos) |
- όταν επισκέπτεσαι μια τέτοια χώρα, αισθάνεσαι άλλου είδους περιέργειες και συγκινήσεις (id.) |
- poem γάμου εβλέπανε στεφάνι | κι άλλο εφόρεσες εσύ (Solom)
- ⑦ reverse, opposite, other (syn αντίστροφος, αντίθετος):
- η άλλη πλευρά the reverse or other side |
- στην άλλη όψη on the opposite side |
- η άλλη πλευρά του νομίσματος |
- από το άλλο μέρος (also από τ' άλλο μέρος), από την άλλη μεριά on the other side, on the other hand (syn από την άλλη [s. άλλη η, 3])
- ⑧ far distant (syn ακρότατος, έσχατος):
- η άλλη άκρη |
- στην άλλη άκρη του δρόμου, του χωριού κλ at the far end of the road (or street), of the village etc |
- από την άλλη άκρη του κόσμου from the other end of the earth
- ⓖ ο ~ κόσμος the other world, the world beyond, the netherworld, the hereafter (syn Άδης):
- έφυγε για τον άλλο κόσμο |
- έκαμε το ταξίδι στον άλλο κόσμο |
- κινδύνεψε να πάει στον άλλο κόσμο |
- idiom phr πήγε η ψυχή μου στον άλλο κόσμο I was frightened to death (syn πήγε η ψυχή μου στην Kούλουρη)
- ⓗ η άλλη ζωή other life, afterlife (syn μέλλουσα ζωή, μεταθανάτια ζωή, υπερπέραν):
- δεν ελπίζουν στην άλλη ζωή in the next life, in after-life |
- poem σε σέναν έρχομαι, κυρά μου, | στην άλλη ζωή μαζί σου
[fr MG άλλος ← ByzG, K, AG]
- ① other, another, else:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοσούσουμος, -η, -ο [alosúsumos]
- ① whose facial characteristics have been changed (because of illness, age, emotions etc), changed, altered (syn αλλαξοπρόσωπος):
- αλλοσούσουμα πρόσωπα |
- μορφές αλλοσούσουμες |
- ξενοτοπίτες αλλοσούσουμοι |
- παιδιά, μισόγυμνα, αλλοσούσουμα |
- οι γέροι οι κακοσούλουποι, οι αλλοσούσουμοι με τ' άσπρα μαλλιά (Panagiotop) |
- ήταν ξεστηθιασμένη κι αλλοσούσουμη (id.) |
- έτσι ήταν πάντα αυτό το κορίτσι |
- αρρωστιάρικο, αλλοσούσουμο (id.) |
- το προσωπάκι της ήτανε τεντωμένο, αλλοσούσουμο από τους σπασμούς (Myriv) |
- οι δυο κάλπηδες κοιτάχτηκαν αλλοσούσουμοι ακόμα από την τρομάρα (id.) |
- κοιταχτήκαν ο ένας με τον άλλο, αποχλωμιασμένοι κι αλλοσούσουμοι (Prevelakis) |
- πελώριος ο ήσκιος του πλανιόταν στους τοίχους ... με μακριές απίθανες χερούκλες γίγαντα σκιαχτερού κι αλλοσούσουμου (Lazaridis) |
- poem κι όψες προβαίναν αλλοσούσουμες και φαντασιές βουρλίστρες (Kazantz Od 16.815)
- ② fig strange, odd, queer, weird (syn αλλόκοτος 1a, παράξενος):
- οι ήσκιοι στα ντουβάρια παίρνανε κάτι αλλοσούσουμα σκέδια (Vlami) |
- είχε ράψει ένα φόρεμα παρδαλό ..., έτσι αλλοσούσουμο και φανταχτερό (Panagiotop) |
- ήταν ζωσμένη την αλλοσούσουμη τούτη αρματωσιά (id.) |
- γυρνούσε το αλλοσούσουμο φάσμα μου, μαντατοφόρος κόσμου αγνώριστου (id.) |
- η γλώσσα (των Kυπρίων) αλλοσούσουμη στον ξένο φαίνεται κι αλλόκοτα στ' αφτιά του αντηχεί (id.)
[cpd w. σουσούμι]
- ① whose facial characteristics have been changed (because of illness, age, emotions etc), changed, altered (syn αλλαξοπρόσωπος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοστρατίζω, αλλοστράτισμα s. αλληστρατίζω, αλληστράτισμα.