Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλοθι το [áloθi] Ο (άκλ.) : 1.(νομ.) ένδειξη για την αθωότητα κατηγορουμένου, που προέρχεται από τη βεβαίωση ότι αυτός βρισκόταν αλλού τη στιγμή που διαπράχτηκε το έγκλημα: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε / παρουσίασε ~. Έχει ατράνταχτο / αδιάσειστο ~. Οι ένορκοι δέχτηκαν το ~ και αθώωσαν τον κατηγορούμενο. 2. (μτφ.) δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος για να αντιμετωπίσει μια κατηγορία ή μια επίκριση: Mε το ~ των έκτακτων αναγκών η κυβέρνηση έκανε διορισμούς ημετέρων. Δεν έχει ~ για την εγκατάλειψη των συντρόφων του.
[λόγ. < αρχ. ἄλλοθι `αλλού΄ σημδ. μσνλατ. (ή μέσω των γαλλ.) alibi]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλοθι [áloθi] το, indecl, law
- the plea of having been elsewhere when an act was commited, alibi:
- ο κατηγορούμενος επικαλείται το ~ |
- έχει έτοιμο το ~ |
- έχει βολικό ~, έχει γερό ~ |
- αποδεικνύει το ~ establishes an alibi |
- υποστηρίζει με το ~ την αθωότητά του
- ⓐ excuse, pretext, alibi:
- είχε βρει το ~, για να σώζει τα προσχήματα |
- προσπάθησε να δημιουργήσει διάφορα ~ |
- προβάλλουν τώρα όσα θέλουν ~ |
- δεν είχε ούτε τον καιρό να σκαρώσει κανένα ~ |
- για μας τους νότιους το ταξίδι του Bορρά είναι ένα φυσικό και ψυχικό ~ (Athanasiadis-N) |
- στα θαλασσινά έργα του δημιουργεί έναν προσωρινό λυτρωμό, μια φυγή, ένα ~ |
- τη θάλασσα (id.) |
- ήταν ένα εύκολο και προς τον εαυτό του και προς την Eλένη ~ (AVlachos) |
- poem ετούτο το ανύπαρκτο, | το αναγκαίο σου ~ | χωρίς κανένα νοσταλγικό ηνίοχο (Potamitis)
[fr K, AG ἄλλοθι 'in another place, elsewhere'; cf Lat alibi (adv) and Fr, Eng alibi (noun)]
- the plea of having been elsewhere when an act was commited, alibi: