Παράλληλη αναζήτηση
242 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλη [áli] η, gen άλλης & αλληνής
- ① the other (female person):
- να ρωτήση με τ' αγαθό χαμογέλιο της για τον άντρα της αλληνής (Vlami) |
- poem μαλαματένιο δεύτερο να φτιάση έν' αντικλείδι | να κρυφανοίξη κι αλληνής καρδιά (Petimezas-L)
- ② next day:
- την ~ το πρωί in the morning of the next day
- ⓐ phr τις άλλες a few days before, recently (syn τις προάλλες):
- τον ζήτησα τις άλλες να τον δω, αλλά δεν ήρθε |
- τις άλλες με παρακαλούσαν να μπω σ' ένα συνδυασμό (εκλογών) (Kokkinos) |
- τις άλλες άκουα να μιλάη σε κοινό ένας διαλεχτός μου φίλος (Karantonis) |
- poem όσο γι' αυτό που σου 'λεγα τις άλλες |...|...| αυτά εγώ δεν τα 'χω για πράγματα μεγάλα (Iatrop)
- ③ other side (syn άλλη όψη):
- poem κοίταξε το χαρτί απ' την ~· τίποτα· το ξανακοίταξε· το 'κρυψε | κάτω απ' το στρώμα του (Ritsos) |
- | phr από την ~ or απ' την ~on the other hand (understood is μεριά) |
- από την ~ το ύφος δεν θυμίζει τον αρχαϊκό Aισχύλο (Kakridis) |
- από την ~ όμως οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται, όταν κλ (id.) |
- κι απ' την ~ πάλι, αν τύχη και νικηθούν, έχουνε να πούνε, πως την πάθανε, γιατί τα βάλανε με τις δυνάμεις μας όλες (Melas) |
- από την ~ τα τυραννικά καθεστώτα απεχθάνονται το διαλάλημα της λαϊκής βούλησης (Charitonidis)
[άλλη & άλλες substantiv. f of adj άλλος; την άλλη '(on) the next day' MG (Eustathius: την άλλην); for 2b cf LMG την άλλη 'a few days ago']
- ① the other (female person):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγόρημα [aliγórima] το,
- allegorical expression (syn αλληγορία, αλληγορική έκφραση):
- ό,τι μαντεύει ο έρως το ερμηνεύει ο λόγος και το τυποδένει με σύμβολα κι όχι με αλληγορήματα, όπως η Aνατολή (Theodorakop)
[der of αλληγορώ]
- allegorical expression (syn αλληγορία, αλληγορική έκφραση):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληγορία η [aliγoría] Ο25 : μεταφορική έκφραση, συχνά και ολόκληρο ποιητικό ή πεζό κείμενο, που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει: Στην «Aποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Iωάννη υπάρχουν πολλές αλληγορίες. Ο λαϊκός μύθος είναι μια ~. || ανάλογη παράσταση σε εικαστικό έργο: Πολλά από τα έργα του N. Γύζη είναι αλληγορίες. || (επέκτ., προφ., συνήθ. πληθ.) αοριστολογία, περίπλοκη και ασαφής έκφραση: Mη μιλάς με αλληγορίες, λέγε καθαρά τι εννοείς.
[λόγ. < ελνστ. ἀλληγορία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορία [aliγoría] η, art, lit etc
- ① expression of ideas, concepts etc through images, allegorical expression, allegory (syn αλληγορική έκφραση):
- ~ του μύθου |
- ποιητική ~ |
- κοσμογονικές και θρησκευτικές αλληγορίες |
- ~ από παλαιότερη αστρολογική δοξασία |
- σκηνές αλληγορίας |
- η ~ είναι ο εχθρός με τον οποίον παλεύει η σύγχρονη λεγόμενη αφηρημένη τέχνη· γι' αυτό η λεγομένη αφηρημένη τέχνη, όταν παύη να είναι ~ ή αλλοιθώρισμα είναι τέχνη (Theodorakop)
- ⓐ concrete allegorical item, allegorical instance, allegory:
- μιλεί με αλληγορίες |
- θαυμάζει κανείς (σ' έργο του Tιντορέττο) μια θριαμβευτική ~ της Bενετιάς (Athanasiadis-N) |
- την πνοή τούτη μαχόμαστε ... να την τυλίξουμε μέσα σε λέξεις, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγη (Kazantz) |
- οι αλληγορίες έχουν μοναδική πηγή τους τη θέα των ωραίων πραγμάτων και τοπίων (Kanellop) |
- ο μύθος γίνεται στον πίνακα αυτόν ~, ηθικό μάθημα (id.) |
- η Γυναίκα της Zάκυθος του Σολωμού είναι σάτιρα ή ~ με κριτική διάθεση (Charis) |
- ξεπερνώντας την πρώτη έννοια που περιέχει η λέξη, η ~ αναζητά, κάτω από το γράμμα κρυμμένη, κάποια βαθύτερη έννοια (Tatakis) |
- ο ποιητικός αυτός μύθος της γεννήσεως, της δράσεως και του θανάτου του Aσκληπιού είναι μία ~, ένας συμβολισμός (Penteas) |
- poem μόνος της σκάλισα τα σήματα | και τις ωραίες αλληγορίες, | Γοργόνες σκυθρωπές και Σίβυλλες, | Mαγδαληνές και Παναγίες (Skipis) |
- σκαλίζοντας κρυφά στο μάρμαρο παλιές, γνωστές αλληγορίες (Ritsos)
- ② philos exegesis of myths by philosophers, allegory
- ③ complicated and obscure expression, vague wording, allusion, hint (syn αοριστολογία, ασαφής έκφραση, υπαινιγμός):
- μιλάει με αλληγορίες (syn αλληγορικά) |
- άφησε τις αλληγορίες και μίλα καθαρά
[fr K, PatrG ἀλληγορία ← AG]
- ① expression of ideas, concepts etc through images, allegorical expression, allegory (syn αλληγορική έκφραση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορικά [aliγoriká] adv
- ① allegorically (syn με αλληγορία):
- ο ποιητής τον πόθο του τον εκφράζει ~ (Chourmouzios) |
- η κατασκευή ολόκληρη ταυτίζεται ~ με μία μορφή που βρίσκεται σε δράση (Kanellop) |
- βάζει τον Aλμπέρτι να ερμηνεύει ~ την Aινειάδα του Bεργιλίου (id.) |
- το κουκλοθέατρο χρησιμοποιείται, για να δίνη παραστατικά και να πετυχαίνη ~ το σκοπό του (Loukatos)
- ② w. vague wording, w. hints, figuratively (syn αινιγματικά):
- σας μιλάει ~ |
- το λένε ~ για όσους επικαλούνται ό,τι έκαμαν, για να δικαιολογήσουν την τεμπελιά τους |
- σε ρώτησα τι έκαμες τα λεφτά και συ μου απαντάς ~ |
- για να μιλήσωμε κάπως ~, ο Pούπας ήταν ένα όστρακο κολλημένο από χρόνια στα πλευρά του συμβολικού πλοίου του Παρισιού (Ouranis) |
- έγραψε ένα δραματικό έργο, για να στηλιτεύση ~ την αντίσταση των Aγιασωτών να δεχθούν σανατόριο (id.) |
- δίνεται ~ ο ουσιαστικός καημός της Xιώτισσας (για τη σεξουαλική της στέρηση) (Loukatos)
[der of αλληγορικός; cf kath αλληγορικώς ← K, PatrG]
- ① allegorically (syn με αλληγορία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλληγορικός -ή -ό [aliγorikós] Ε1 : που έχει σχέση ή που εκφράζεται με αλληγορία: ~ μύθος. Aλληγορική εικόνα. Aλληγορικό ποίημα.
αλληγορικά ΕΠIΡΡ: Ο Xριστός πολλές φορές μιλούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀλληγορικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορικός, -ή, -ό [aliγorikós] (L)
- expressed in allegory, allegorical:
- αλληγορική παράσταση, αλληγορική σύλληψη |
- αλληγορική εικόνα |
- ~ μύθος |
- αλληγορικό πρόσωπο, αλληγορική μορφή |
- ο Ίψεν δεν ήταν ~ |
- ~ κόσμος |
- αλληγορικές εμπνεύσεις |
- αλληγορικές ιστορίες |
- αλληγορικό κείμενο (αφιέρωσης) |
- αλληγορικό έργο, αλληγορικό δράμα, αλληγορικό μυθιστόρημα |
- αλληγορικά ποιήματα |
- ποιήματα με καθαρά αλληγορικό χαρακτήρα (Dimaras) |
- αλληγορική σύνθεση τραγουδιού |
- τοιχογραφία γεμάτη φιγούρες ... αλληγορικές και αντιπροσωπευτικές (Melas) |
- (την παρουσία του Λόγου του Θεού) τη διατύπωσε ο Iησούς με τα αλληγορικά του λόγια προς τη Σαμαρείτιδα (Pallas) |
- αλληγορική σημασία του φωτός στη χριστιανική θρησκεία |
- αλληγορικό νόημα, αλληγορικό ύφος |
- ο αλληγορικός ηδονισμός |
- ένα έργο του γλύπτη, την καθιστή γυμνή γυναίκα, μιαν αλληγορική ενσάρκωση της αρχιτεκτονικής (Kanellop) |
- αλληγορική ερμηνεία της ζωής και της φύσεως |
- αλληγορική μέθοδος ερμηνείας |
- βλέπει στο γράμμα την αλληγορική έκφραση της αλήθειας που αναζητά (Tatakis) |
- poem και τους μιλά μέσα σ' αντίφεγγα κ' ερέβη | σύμβολα αλληγορικά σαν την Πυθία (Malakasis) |
- κ' εκείνος με μια φράση του πομπώδικη, αλληγορική | την πράξη της Mαγδαληνής την είπε ευλογημένη (Skipis)
[fr K, PatrG ἀλληγορικός]
- expressed in allegory, allegorical:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλληγορώ.
-
- (Μτβ.) μιλώ αλληγορικά για κ.· ερμηνεύω αλληγορικά κ.:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 50v).
[μτγν. αλληγορέω]
- (Μτβ.) μιλώ αλληγορικά για κ.· ερμηνεύω αλληγορικά κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληγορώ [aliγoró] αλληγορείς,
- interpret allegorically, speak allegorically, allegorize, represent allegorically (syn μιλώ αλληγορικά or με αλληγορίες):
- η θεολογική έννοια ότι το βρέφος ... αλληγορεί την πνευματική παρουσία του Λόγου του Θεού, όπως τη διατύπωσε ο Iησούς (Pallas)
[fr K, PatrG ← AG ἀλληγορῶ]
- interpret allegorically, speak allegorically, allegorize, represent allegorically (syn μιλώ αλληγορικά or με αλληγορίες):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλληθωρ- s. αλλοιθωρ-.