Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλαγμα το [álaγma] Ο49 : η ενέργεια του αλλάζω, η διαδικασία της αλλαγής, της αντικατάστασης κάποιου πράγματος με κάποιο άλλο: Tο ~ της ρόδας του αυτοκινήτου είναι κουραστική δουλειά. Tο ~ του μωρού θέλει πολλή προσοχή. Tα σεντόνια θέλουν ~. Tα έπιπλα χάλασαν, είναι για ~.
[ελνστ. ἄλλαγμα `αλλαγή΄, αρχ. σημ.: `αντάλλαγμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- άλλαγμα το· άλλαμα· γεν. αλλαμάτου.
-
- 1) (Προκ. για χρόνο) μεταβολή, εναλλαγή, διαδοχή:
- (Eρωτόκρ. A´ 3).
- 2) Aλλαγή, αντικατάσταση:
- το χαρτίν του ρηγός του αλλαμάτου (Mαχ. 52218).
- 3) Aλλαξιά, φορεσιά:
- πέντε αλλάγματα ρούχα (Πεντ. Γέν. XLV 22).
[αρχ. ουσ. άλλαγμα. Τ. ‑αμαν στο Meursius και σήμ. κυπρ. O τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για χρόνο) μεταβολή, εναλλαγή, διαδοχή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλαγμα [álaγma] το, (& region. άλλαμα & Palam άλλασμα)
- ① change (syn in αλλαγή 1a) η δεύτερη πράξη του έργου θέλει ~ the 2nd act of the play needs changing:
- το ~ των καιρών και των συνθηκών |
- το ~ των κοινωνικών όρων |
- το θεματικό τούτο άλλασμα το συχνοβλέπουμε και σε άλλα έργα του ποιητή (Palam) |
- poem των αλλασμάτων, απίστευτων, μέγας θεός είν' ο χάρος! (id.) |
- νιος κόσμος· μέγα τ' άλλασμα στην τέχνη των αρμάτων (id.) |
- ω δρόμοι μακροτάξιδοι στ' αλλάσματα των αιώνων! (id.) |
- μια φλόγα, ζέστα, στου χειμώνα μου το κρύο, | στων όντων το άλλασμα στα που γυρνάν τη σφαίρα (id.)
- ⓐ theat ~ της σκηνής scene shift (syn αλλαγή 1b)
- ⓑ diversion of the stream of irrigating water to another section for irrigation:
- ~ του νερού |
- είναι ώρα για το ~ να ποτίσουμε και τα λαχανικά
- ⓒ med ~ πληγής (syn αλλαγή 1d)
- ② replacement of worn-out item (syn αντικατάσταση):
- η κλειδαριά της πόρτας θέλει ~ |
- θέλουν ~ τα δόντια της μηχανής |
- η ρουνιά θέλει άνοιγμα, τα πορτοπαράθυρα άλλαμα, το τζάκι να φτιαστή (Palam) |
- προσπάθησα να βρω κάτι που να θέλη ~ ή ολωσδιόλου πέταμα (EKazantzaki) |
- θέλει ~ το παντελόνι του Σήφη (Nenedakis)
- ③ replacement of soiled underwear or diapers w. clean ones, change:
- ~ εσώρουχων |
- το άλλαμα γίνεται 4-5 (τέσσερις ως πέντε) φορές το μερόνυχτο (Saratsis)
- ⓓ change of clothes:
- το ~ των παιδιών γίνεται κάθε Κυριακή |
- το ~ του γαμπρού dressing of the bridegroom (in his best) |
- folks. ας είν' η ώρα η καλή τώρα στ' αλλάματά σου (Karpathos)
- ④ conversion, exchange of currency, change (syn ανταλλαγή, χάλασμα):
- ~ χρημάτων, ~ δολλαρίων σε δραχμές |
- ζημιώθηκα από το ~ των φράγκων σε λιρέτες
- ⓔ replacement of a money bill or coin of higher denomination w. ones of lower denominations, change (syn χάλασμα):
- το ~ ενός χιλιάρικου είναι δύσκολο στο χωριό it is hard to change a thousand-drachma bill in the village
- ⑤ state of being shocked, frenzied confusion, mental disturbance, depression (syn [all L] επισκότιση or συσκότιση του νου, σύγχυση φρενών, ψυχική ταραχή):
- πολλοί έπαθαν ~ από το σεισμό |
- η λεχώνα μετά τη γέννα έπαθε το ~ the woman in childbed suffered post partum depression |
- poem ... μα τ' αλλάγματα που πήρα απ' την τρομάρα, | παντοτινός προστάτης μας γίνου, μεγάλε Πάνα (Skipis)
[fr MG άλλαγμα & LMG άλλαμα ← Κ ἄλλαγμα]
- ① change (syn in αλλαγή 1a) η δεύτερη πράξη του έργου θέλει ~ the 2nd act of the play needs changing: