Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλκιμος -η -ο [álkimos] Ε5 : (λόγ.) που έχει δύναμη και σφρίγος: H άλκι μη νεότητα. || Σώμα Ελλήνων Aλκίμων, οργάνωση νέων παρόμοια με τον προσκοπισμό, που εξελίχθηκε σε φασιστική.
[λόγ. < αρχ. ἄλκιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλκιμος, -η, -ο [álcimos] (L)
- strong, vigorous, sturdy, brave:
- οι άλκιμοι νέοι |
- τα άλκιμα νιάτα |
- εκείνος οπτασιάζεται ωραίες και σαγηνευτικές κοπέλες, εκείνη άλκιμους έφηβους (Thrylos) |
- στα μάτια εκφράζονταν ο ~ στοχασμός και στο ύφος του η ηρωική περηφάνεια (Athanasiadis-N) |
- poem στο βωμό της λευτεριάς | τ' άλκιμα νιάτα | βλέπουν τη Φιλύρα, | την άτρομη μάνα (Xydis) |
- άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (Ritsos) |
- σκιά ηδονής η θύμηση του άλκιμου | κορμιού μεθάει την άχραντη ζωή μου (TBarlas) |
- και να 'ναι νεανίες | άλκιμοι | οι χτύποι | της καρδιάς σου | στων αιώνων | τα καλλίμαχα | πεδία (Chatzigianniou) |
- στρατός που με συνέθλιβε κάτω από τις μπότες του, | καθώς εβάδιζε ~ (Christianop) |
- ... στου Hρακλή τ' απογόνια | για την άλκιμη γενιά τους να πω (KKonstantinidis) |
- τον πρόσμενα άλκιμο αίγαγρο να με βοσκήση | την αβόσκητη γη κλ (Diktaios)
[fr AG]
- strong, vigorous, sturdy, brave: