Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλικος -η -ο [álikos] Ε5 : που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα, όπως το ζωντανό αίμα: Άλικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της ήταν κατακόκκινα, άλικα.
[τουρκ. al -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλικος, -η, -ο [álikos]
- ① vivid red, dark-red, fiery-red, crimson, scarlet, vermilion, carmine (syn βαθύς ερυθρός L, κατακόκκινος, πορφυρός, ροδοκόκκινος):
- άλικο χρώμα (syn το άλικο) e.g. το άλικο χρώμα της παπαρούνας, της φωτιάς, της δύσης |
- μονάχα ένα χρώμα, το άλικο, βαθύ βαθύ ... κρατούσεν ακόμα τονισμένο ζωηρά (Palam) |
- απόρησε η μάνα της με τ' άλικο χρώμα που 'χε φουντώσει στα μάγουλά της (Bastias) |
- άλικες βαφές crimson dyes |
- άλικο αίμα |
- άλικα λουλούδια or άνθη, τριαντάφυλλα, ρόδα |
- άλικο γαρούφαλο red carnation |
- άλικα πέταλα, άλικοι ανθοί |
- άλικα χείλη, άλικο στόμα |
- (τον αυλό) τον έφερνε πότε πότε στο άλικο στόμα και τραγουδούσε (Panagiotop) |
- άλικο γαϊτάνι red ribbon |
- άλικο γιορντάνι red necklace |
- άλικο πανί, άλικα υφάσματα |
- άλικο μαντήλι, άλικο φόρεμα, άλικο φουστάνι (syn αλί φουστάνι in Dodecanesus) |
- φέσι άλικο |
- άλικη σκούφια |
- άλικες στολές |
- άλικη πορφύρα |
- άλικο κρασί |
- ήλιος ~| άλικο δείλι |
- με μια διάθεση ατσαλάκωτη ... καινούργια σαν τ' άλικο μπουμπούκι της ροδιάς (Melas) |
- ~ βάφηκε ο λόφος απ' τις στολές των Aραπάδων (id.) |
- το πιο άλικο κόκκινο που βρισκότανε μέσα στο συρταράκι τις νερομπογιές (Myriv) |
- ήτανε φορτωμένα με άλικα κούμαρα (id.) |
- οι στύλοι της (sc της σάλας) είναι από σομακί με άλικες φλέβες (id.) |
- φώναξε πιο δυνατά κ' έγινε ~ σαν το κάλλος του πετεινού ο σβέρκος της (id.) |
- το πεζοδρόμιο έξω ... άλικο, δεν ήταν πια από τις κόκκινες μπογιές (id.) |
- η Aκρόπολη ... με μια πελώρια άλικη σημαία που ανέμιζε (Theotokas) |
- ανάμεσα στα στάχυα ... χιλιάδες παπαρούνες πρόβαλαν τ' άλικα κεφαλάκια τους (Karagatsis) |
- ένα κατσαρό κεφάλι του Mεγαλέξανδρου, σκαλισμένο σε άλικη πέτρα (Petsalis) |
- τα χείλια της απομείναν μισανοιχτά, ένας ~ λουλουδένιος κάλυκας που ρόδιζε πιο μέσα (KPolitis) |
- το παγόνι της θάλασσας με τις γαλάζιες και τις άλικες λουρίδες (Bastias) |
- folks. άλικό μου καριοφίλι και γαλάζιο μου ζιμπίλι (Passow) |
- εμπρός κορβέτα μ' άλικη σημαία τού εβγήκε (DPetrop; another version μ' άλικο μπαϊράκι) |
- poem θενά ντυθώ την άλικη χλαμύδα των Aυγούστων (Palam) |
- σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω | προβαίνει αργή, τρανή (Sikel) |
- μέσα στον κήπο τα λουλούδια τ' ανοιγμένα |...| τ' άλικα μοιάζουνε σα βγαλμέν' απ' τη φωτιά (Malakasis) |
- που περνούν φορώντας άλικους χιτώνες (Melachrinos) |
- ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, | μόνο στη μνήμη απόμεινες (Seferis) |
- ένα μπαλκόνι πέτρινο με τ' άλικο γεράνι (Athanas) |
- τα χείλη σου σα μια άλικη γλωσσίτσα (Eliya) |
- σπάσε το ρόδι τ' άλικο στη μαλλιαρή την πέτρα (Kallonaios) |
- κι ως κρίνο πορφυρό κι άλικη φλόγα (Diktaios)
- ② region. bright red, rosy, reddish (syn ανοιχτοκόκκινος, κοκκινοβαμμένος, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός, ροζ, L υπέρυθρος):
- άλικο ημίφως |
- poem κι ας ρίξω απά στη γης τον έρωτα με τ' άλικα αντικνήμια (Kazantz Od 17.928) |
- να 'τανε να 'γερνε η ψυχή μου | στ' άλικα ρείκια του Yμηττού (PTangop) |
- περνούσε πίσω απ' τ' άλικο σύννεφο και ξανάβγαινε (Vrettakos)
[extention of dial adj αλί 'dark-red' (as used in Dodecanesus) ← Turk al 'id.', w. suff -ικος; cf parallel dial αλένος 'red' (Thrace) ← *αλέινος w. (AG, K, ByzG) suff -έινος (in Const. Porphyrog.)]
- ① vivid red, dark-red, fiery-red, crimson, scarlet, vermilion, carmine (syn βαθύς ερυθρός L, κατακόκκινος, πορφυρός, ροδοκόκκινος):