Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλικο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
άλικο [áliko] το,
  • bright red color, crimson (syn άλικο χρώμα):
    • poem παίρνουν οι κόρες το ~ που έχουν στα χείλη κι όλη | τη φλόγα που έχουν στην καρδιά τη χύνουν σ' ομορφάδες (Bekes)
  • ⓐ pl άλικα τα, brightly colored clothing:
    • ντύθηκε στ' άλικα

[substantiv. n of adj άλικος, q.v.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλικοβαμμένος, -η, -o [alikovaménos]
  • crimson-painted:
    • poem ... τ' αλόγατα φρουμάξαν | και τ' αλικοβαμμένα νύχια τους αίμα πηχτό αναβρύσαν (Kazantz Od 17.646) |
    • και προς τη μέση του χαλιού οι παρθένες | με νήματα θολά, αλικοβαμμένα, | τους μικρασιατικούς εκεί πολέμους | αρχίζουνε κ' υφαίνουν φτερωμένα (Skipis)

[cpd of άλικος & βαμμένος or ppp of αλικοβάφω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλικοβάφω [alikováfo] ppp αλικοβαμμένος
  • paint crimson:
    • poem λιμνοθάλασσα, λιάπικο χαντζάρι | σ' αλικοβάφει. Θάνατος κ' ερμιά! (Palam) |
    • όλα τα νέφη αλικοβάφεις | και χρυσαφίζεις τους αφρούς (Skipis) |
    • πιο πέρα βρύσες που αναβρύζουν κόκκινα | νερά που αλικοβάφουνε τ' αυλάκια (id.)

[cpd of άλικος & βάφω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλικοντίζω [alikondízo] (& αλικουντίζω & αλικουντάω & αλικοτάω) ipf αλικόντιζα, aor αλικόντισα, pass αλικοντίζομαι, aor αλικοντίστηκα,
  • prevent, hinder, impede (syn εμποδίζω, παρεμποδίζω):
    • τον αλικόντισαν στο δρόμο και δεν πρόφτασε το τρένο |
    • αλικοντίστηκα και δεν ήρθα στην ώρα μου |
    • poem δεν αλκοτάν (= αλικοντάν) γιδόχαρο ν' αδράξω τ' άρματά μου (Athanas)

[fr Turk alikomak]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλικόντισμα [alikóndizma] το, (& αλικούντισμα)
  • obstacle, hindrance (syn εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα)
  • ⓐ distraction, interruption:
    • τ' αλικοντίσματα του ενός και τ' αλλουνού δεν τον άφησαν να τελειώσει τη δουλειά του

[der of αλικοντίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλικος -η -ο [álikos] Ε5 : που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα, όπως το ζωντανό αίμα: Άλικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της ήταν κατακόκκινα, άλικα.

[τουρκ. al -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλικος, -η, -ο [álikos]
  • ① vivid red, dark-red, fiery-red, crimson, scarlet, vermilion, carmine (syn βαθύς ερυθρός L, κατακόκκινος, πορφυρός, ροδοκόκκινος):
    • άλικο χρώμα (syn το άλικο) e.g. το άλικο χρώμα της παπαρούνας, της φωτιάς, της δύσης |
    • μονάχα ένα χρώμα, το άλικο, βαθύ βαθύ ... κρατούσεν ακόμα τονισμένο ζωηρά (Palam) |
    • απόρησε η μάνα της με τ' άλικο χρώμα που 'χε φουντώσει στα μάγουλά της (Bastias) |
    • άλικες βαφές crimson dyes |
    • άλικο αίμα |
    • άλικα λουλούδια or άνθη, τριαντάφυλλα, ρόδα |
    • άλικο γαρούφαλο red carnation |
    • άλικα πέταλα, άλικοι ανθοί |
    • άλικα χείλη, άλικο στόμα |
    • (τον αυλό) τον έφερνε πότε πότε στο άλικο στόμα και τραγουδούσε (Panagiotop) |
    • άλικο γαϊτάνι red ribbon |
    • άλικο γιορντάνι red necklace |
    • άλικο πανί, άλικα υφάσματα |
    • άλικο μαντήλι, άλικο φόρεμα, άλικο φουστάνι (syn αλί φουστάνι in Dodecanesus) |
    • φέσι άλικο |
    • άλικη σκούφια |
    • άλικες στολές |
    • άλικη πορφύρα |
    • άλικο κρασί |
    • ήλιος ~| άλικο δείλι |
    • με μια διάθεση ατσαλάκωτη ... καινούργια σαν τ' άλικο μπουμπούκι της ροδιάς (Melas) |
    • ~ βάφηκε ο λόφος απ' τις στολές των Aραπάδων (id.) |
    • το πιο άλικο κόκκινο που βρισκότανε μέσα στο συρταράκι τις νερομπογιές (Myriv) |
    • ήτανε φορτωμένα με άλικα κούμαρα (id.) |
    • οι στύλοι της (sc της σάλας) είναι από σομακί με άλικες φλέβες (id.) |
    • φώναξε πιο δυνατά κ' έγινε ~ σαν το κάλλος του πετεινού ο σβέρκος της (id.) |
    • το πεζοδρόμιο έξω ... άλικο, δεν ήταν πια από τις κόκκινες μπογιές (id.) |
    • η Aκρόπολη ... με μια πελώρια άλικη σημαία που ανέμιζε (Theotokas) |
    • ανάμεσα στα στάχυα ... χιλιάδες παπαρούνες πρόβαλαν τ' άλικα κεφαλάκια τους (Karagatsis) |
    • ένα κατσαρό κεφάλι του Mεγαλέξανδρου, σκαλισμένο σε άλικη πέτρα (Petsalis) |
    • τα χείλια της απομείναν μισανοιχτά, ένας ~ λουλουδένιος κάλυκας που ρόδιζε πιο μέσα (KPolitis) |
    • το παγόνι της θάλασσας με τις γαλάζιες και τις άλικες λουρίδες (Bastias) |
    • folks. άλικό μου καριοφίλι και γαλάζιο μου ζιμπίλι (Passow) |
    • εμπρός κορβέτα μ' άλικη σημαία τού εβγήκε (DPetrop; another version μ' άλικο μπαϊράκι) |
    • poem θενά ντυθώ την άλικη χλαμύδα των Aυγούστων (Palam) |
    • σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω | προβαίνει αργή, τρανή (Sikel) |
    • μέσα στον κήπο τα λουλούδια τ' ανοιγμένα |...| τ' άλικα μοιάζουνε σα βγαλμέν' απ' τη φωτιά (Malakasis) |
    • που περνούν φορώντας άλικους χιτώνες (Melachrinos) |
    • ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, | μόνο στη μνήμη απόμεινες (Seferis) |
    • ένα μπαλκόνι πέτρινο με τ' άλικο γεράνι (Athanas) |
    • τα χείλη σου σα μια άλικη γλωσσίτσα (Eliya) |
    • σπάσε το ρόδι τ' άλικο στη μαλλιαρή την πέτρα (Kallonaios) |
    • κι ως κρίνο πορφυρό κι άλικη φλόγα (Diktaios)
  • ② region. bright red, rosy, reddish (syn ανοιχτοκόκκινος, κοκκινοβαμμένος, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός, ροζ, L υπέρυθρος):
    • άλικο ημίφως |
    • poem κι ας ρίξω απά στη γης τον έρωτα με τ' άλικα αντικνήμια (Kazantz Od 17.928) |
    • να 'τανε να 'γερνε η ψυχή μου | στ' άλικα ρείκια του Yμηττού (PTangop) |
    • περνούσε πίσω απ' τ' άλικο σύννεφο και ξανάβγαινε (Vrettakos)

[extention of dial adj αλί 'dark-red' (as used in Dodecanesus) ← Turk al 'id.', w. suff -ικος; cf parallel dial αλένος 'red' (Thrace) ← *αλέινος w. (AG, K, ByzG) suff -έινος (in Const. Porphyrog.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αλικούκνιον το.
  • Δηλητηριώδες φυτό:
    • (Σπανός A 449).

[λ. πλαστή από συμφ. των ουσ. αλικάκαβον και δορύκνιον (Eideneier, Σπανός, σ. 280)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες