Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλευρα s. άλευρο.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευραγορά [alevraγorá] η, (L)
- flour market (syn αλευροπάζαρο)
[cpd w. αγορά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευράδικο [alevrá∂iko] το,
- flour store (syn αλευροπωλείο, L πρατήριο αλεύρων):
- κι όλων των αλευράδικων θα πιάσουνε τις πόρτες (Stavrou Ar)
[der of αλευράς: stem αλευράδ-ες w. suff -ικο]
- flour store (syn αλευροπωλείο, L πρατήριο αλεύρων):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευράκι [alevráci] το,
- ① small quantity of flour:
- δώσ' τους λίγο ~, είναι ορφανή οικογένεια
- ② children's game in which a small burning candle is fixed in a plate full of flour and the players try to blow it out, whereby getting flour on their faces and clothing
[dimin of αλεύρι]
- ① small quantity of flour:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευραποθήκη [alevrapoθíci] η,
- storage room for flour, flour store (syn αποθήκη αλεύρων)
[cpd of αλεύρι & αποθήκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλευράς ο [alevrás] Ο1 : αυτός που πουλάει αλεύρι.
[αλεύρ(ι) -άς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλευράς [alevrás] ο,
- flour merchant, flour dealer (syn αλευρέμπορος, αλευροπώλης):
- οι πιότεροι αλευράδες στα χωριά είναι και τοκογλύφοι |
- prov ~ και πεινασμένος δε γίνεται |
- μπορεί ποτέ ο φούρναρης να είναι συγχρόνως σιτοκαλλιεργητής, μυλωνάς και ~; (Palaiologos) |
- folks. κάθε στάχυ και ταγάρι, | για να σκάζη ο ~ (Petrop) |
- poem και δε θα καταψήφιζε κανένας, | αν πρότεινε κ' ένα άλλο |
- οι αλευράδες | να δίνουν στους απόρους από τρία | κιλά για δείπνο (Stavrou Ar)
[der of MG άλευρον or αλεύριν w. suff -άς]
- flour merchant, flour dealer (syn αλευρέμπορος, αλευροπώλης):