Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλεσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλεσμα το [álezma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αλέθω: Tο ~ των δημητριακών γίνεται σε αλευρόμυλους. Mύλος για το ~ του καφέ. 2. (λαϊκότρ.) ποσότητα, συνήθ. δημητριακών, που αλέστηκαν ή πρόκειται να αλεστούν: Φόρτωσε τ΄ αλέσματα στα ζώα.

[μσν. άλεσμα (στη σημ. 2) < αλεσ- (αλέθω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλεσμα [álezma] το,
  • ① grinding, milling (syn in άλεση):
    • άρχισε το ~ |
    • σταμάτα το ~ |
    • μύλος για το ~ των σιτηρών |
    • ασχολούνται με το ~ |
    • διατήρησαν τα ίδια συστήματα για το ~ των δημητριακών σε απλά τριβεία και γουδιά (NPlaton)
  • ② quantity of cereals ground or to be ground at one time, grist:
    • έχω ένα ~ σιτάρι |
    • έχω έτοιμο το ~ |
    • φτιάνω το ~ I prepare the grist |
    • πάω, φέρνω το ~ στο μύλο |
    • ξεφορτώνω το ~ από το γάιδαρο |
    • εγύρισε ανάλεστο το ~ |
    • ο μύλος είχε πολλά αλέσματα το φθινόπωρο |
    • prov phr αγέρας να φυσά κι αλέσματα όσα θες! |
    • έπρεπε αυτός να κουβαλήση τ' ~ απ' τον ανεμόμυλο στους φούρνους (Vlachogiannis) |
    • έκλεβε κι από τ' αλέσματα (id.) |
    • στο πεζούλι ακουμπούσαν οι πελάτες τα σακκιά με το ~ (Myriv) |
    • κάθε νησιώτης κουβαλούσε εδώ το άλεσμά του και το 'παιρνε αλεύρι (id.) |
    • poem γλυκά, σιγά να βγάλη το ~ νοικοκυρήσιο αλεύρι (Kazantz Od 17.500) |
    • (το μάτι) γαλήνιο αλέθει στροβιλίζοντας σαν ~ τον κόσμο (ib 19.194)

[fr MG άλεσμα (Etym.m., Tzetzis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες