Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλεση η [álesi] Ο33 : η ενέργεια του αλέθω· άλεσμα1.
[μσν. άλεσις < αλε- (αλέθω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλεση [álesi] η,
- grinding, milling (syn αλεσιά, άλεσμα):
- μια χονδροφτιασμένη και κακόψητη κεραμική σε πολύ ανοικτά σχήματα και πέτρινα γουδιά και κόπανους, που ίσως μαρτυρούν την πρώτη ~ δημητριακών καρπών (NPlaton)
[fr ByzG άλεσις 'id.' (Geoponica)]
- grinding, milling (syn αλεσιά, άλεσμα):