Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλγος το [álγos] Ο46 : (λόγ.) πόνος, κυρίως ψυχικός: Ο πρόωρος θάνατός του μας προξένησε βαθύτατο (ψυχικό) ~.
[λόγ. < αρχ. ἄλγος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλγος [álγos] το, gen άλγους (L)
- pain (of the body but more freq of the psyche), grief (syn αλγηδών L, οδύνη, πόνος):
- ψυχικό ~, ενδόμυχο ~ |
- το ~ των τύψεων |
- ο θάνατός του μας προξένησε μέγα ~ |
- είναι πλησμονή άλγους η ζωή (Papanoutsos) |
- ένας με άγχος και ~ προβληματιζόμενος νους (id.) |
- αισθήματα της πραγματικής ζωής |
- το ~ και η αγωνία του θανάτου (Kanellop) |
- η ματαιότητα του περιστατικού κορυφώνει την ευφορία της επαφής και την πλουτίζει με ~ ανέκφραστο (Panagiotop) |
- τα έργα τούτα απηχούν το ~ που φωλεύει στις ρίζες του ανθρώπινου πεπρωμένου (id.) |
- τα ζωγραφικά επιτάφια μνημεία ... με την ήρεμη θλίψη των μικρών σκηνών του οικογενειακού άλγους (id.) |
- η αντίθεση με το ~, η Aνάσταση, η δικαίωση της θυσίας (Thrylos) |
- η μελαγχολία, η νοσταλγία, το άπελπι συμπλέκονται σ' ένα κοινό ~ (Peranthis) |
- έζησε ... άρρωστος τον περισσότερο καιρό, αντλώντας μέσ' από το ~ της μοναξιάς και την ευαισθησία της εσωτερικότητάς του τις αφορμές των στίχων του (id.) |
- το μόνιμο ~ του ποιητή για τον επαρχιωτισμό και το κατάντημα της Eλλάδας τα χρόνια εκείνα (Sinop) |
- poem νάρκης του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και λόγω (Kavafis) |
- περιορίζεται | την ώρα του ιερού μας εσπερινού | να εικονίζη το ~ του κόσμου, | την κατάντια ψυχών και σωμάτων - και τη θεία μέριμνα (Papatsonis)
- ⓐ anc Gr philos pain (syn πόνος)
[fr K ἄλγος ← AG]
- pain (of the body but more freq of the psyche), grief (syn αλγηδών L, οδύνη, πόνος):