Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλγεβρα η [áljevra] Ο27 : (μαθημ.) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τις μαθηματικές εξισώσεις και με τις μεθόδους επίλυσής τους.
[λόγ. < μσνλατ. algebra (ορθογρ. δαν.) < αραβ. al-djabr `σμίκρυνση, ελάττωση (της αριθμητικής σε τελειότερη μορφή)΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλγεβρα [ályevra] η, gen άλγεβρας & αλγέβρας
- ① math algebra:
- έχω ~ να διαβάσω |
- η ~ ... προωθήθηκε αποφασιστικά από τους Άραβες (Kanellop) |
- (ο Malherbe) θέλησε ... να κάμη τη γλώσσα (και μαζί της την ποίηση) ένα είδος αλγέβρας (id.)
- ② sth obscure and hard to understand:
- αυτά που λες είναι για μένα ~
[fr ML algebra ← Arab al-djabr]
- ① math algebra: