Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατάδικο [alatá∂iko] το, region.
- salt store (syn αλατοπωλείο)
[der of αλατάς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατάκι [alatáci] το, endear (w.
- untranslatable endearment or affectation) salt:
- βάζει τ'~, το πιπεράκι και τρώει μια χαρά |
- θέλεις λίγο ~ να σου βάλω;
[dimin of αλάτι]
- untranslatable endearment or affectation) salt:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαταποθήκη [alatapoθíci] η,
- ① salt warehouse (syn L αποθήκη άλατος)
- ② salesroom of salt monopoly (syn L πρατήριο μονοπωλίου άλατος)
[cpd of άλας (stem αλατ-) & αποθήκη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαταριά η [alatarjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) το μέρος ή η τοποθεσία όπου οι βοσκοί ταΐζουν με αλάτι τα ζώα τους· αλατίστρα.
[αλάτ(ι) -αριά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαταριά [alatarjá] η,
- slab of stone on which salt mixed w. bran or some other foodstuff is placed by shepherds for their sheep and goats to feed on (syn αλατίστρα)
[fr MG *αλαταρέα, substantiv. f of adj *αλατάρις (i.e. αλαταρέα πλάκα), der of άλας or αλάτιν; the practice of feeding salt to the animals was already MG (11th-12th c.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατάρμη [alatármi] η, region.
- salt-containing water, brine (syn in αλάρμη)
[fr MG *αλατάλμη, cpd of άλας & άλμη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατάς [alatás] ο,
- ① salt seller (syn αλατέμπορος, αλατοπώλης, έμπορος αλατιού)
- ② he who loves salt and salty foods, salt lover (cf also αλατόφιλος)
[der of αλάτι w. suff -άς; cf κρασάς, λαδάς, τυράς etc]