Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλας το [álas] Ο51 : 1.(λόγ.) αλάτι, χλωριούχο νάτριο: Mονοπώλιο άλατος. ΦΡ (μένω) στήλη* άλατος. το ~ της γης, η δύναμη που προφυλάσσει. 2. (χημ.) κατηγορία χημικών ενώσεων που έχουν εξωτερικές ομοιότητες (διαλυτότητα, γεύση) με το αλάτι (χλωριούχο νάτριο) και αποτελούν μία από τις βασικές κατηγορίες των ενώσεων της ανόργανης χημείας: Tα άλατα είναι γενικά κρυσταλλικά σώματα, ευδιάλυτα ή δυσδιάλυτα στο νερό και διακρίνονται σε ουδέτερα, όξινα και βασικά. 3. (πληθ.) τα άλατα που συσσωρεύονται στις αρθρώσεις του οργανισμού μας και προκαλούν πόνο ή δυσκαμψία: Έχω άλατα στη σπονδυλική στήλη. || τα άλατα που περιέχει το νερό και συσσωρεύονται οπουδήποτε. || αρωματικά άλατα μπάνιου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἅλας· 2, 3: σημδ. γερμ. Salz ή γαλλ. sel]
[Λεξικό Κριαρά]
- άλας το· γεν. εν. αλάτου.
-
- Aλάτι:
- (Προδρ. II 39), (Aσσίζ. 49416)·
- στοίβα άλας (Πεντ. Γέν. XIX 26)·
- φρ.
- (1) έφαγα ψωμί και άλας με κάπ. = έχω με κάπ. φιλικούς δεσμούς που διατηρούνται ισχυροί:
- (Συναδ. φ. 63r)·
- (2) σκορπίζω άλας και νερόν, βλ. νερόν Φρ. 7.
- (1) έφαγα ψωμί και άλας με κάπ. = έχω με κάπ. φιλικούς δεσμούς που διατηρούνται ισχυροί:
- Η λ. σε τοπων.:
- Θάλασσα του Αλάτου (= η Νεκρά Θάλασσα) (Πεντ. Γέν. XIV 3).
[αρχ. ουσ. άλας. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aλάτι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλας [álas] το, gen άλατος, pl άλατα τα, common & L
- Ⓐ sodium chloride, salt (syn αλάτι):
- μαγειρικόν ~ (L), ~ φαγητού cooking salt |
- επιτραπέζιο ~ table salt |
- ορυκτόν ~ rock salt (syn μαύρο αλάτι) |
- διυλιστήριο άλατος saltworks |
- μονοπώλιο άλατος salt monopoly |
- folkt στο καράβι γυρέψανε ~. Πιάνει γυρίζει το μύλο να βγάλη ~ (Megas) |
- idiom phr σαν στήλη άλατος a pillar of salt, e.g. ένας άνθρωπος στεκόταν σαν στήλη άλατος -μάλλον εμβρόντητος- στη μέση του μπακάλικου (Psathas) |
- οι Έλληνες που έχουν στο πνεύμα τους το ~ που δε θα μωρανθή ποτέ (Kanellop) |
- poem πάντα με το ίδιο δέος και τη χαρά την παιδική, | σμιγμένα όπως το ~ | με το ιερό σιτάρι, | που γίνουνται ψωμί (Skipis)
- ⓐ chem salt(s), any of numerous substances as αμμωνιακόν ~ salt ammoniac, ammonium chloride (syn νισαντίρι) ; ~ της Aγγλιτέρας (Eγγλιτέρας) pharm magnesium sulphate, Epson salts; ~ ανιλίνης aniline salt; άλατα αγγλικά or οσφρητικά smelling salts; χολικά άλατα bile salts:
- ένα είδος ~ είναι το αλάτι που αλατίζουμε τα φαγητά μας (Saratsis)
- ⓑ pl salts:
- ο οργανισμός έχει άλατα |
- το νερό περιέχει άλατα
- Ⓑ fig
- ① savory substance, flavor (near-syn νοστιμάδα):
- η εκκλησία είναι το ~ της γης the Church is the salt of the Earth |
- (ένας διανοούμενος ανήκει) σε μιαν υπερτάξη· αυτή είναι το ~ της γης (Terzakis) |
- poem οι μεγάλοι ηττημένοι της ζωής στάθηκαν το ~ της (HApostolidis)
- ② sharpness of wit, pungency, salt (syn νοστιμιά):
- αττικόν ~ (L) Attic wit
[fr MG άλας ← K (τό) ἃλας 'salt' ← AG (τούς) ἃλας 'salt' in phr δός ἃλας; change of gender in K after τό πέπερι, τό ὄξος, το ἔλαιον]
- Ⓐ sodium chloride, salt (syn αλάτι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλάσια [alásja] η, prehist
- part of Cyprus (excavations in mod. Engomi).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλασινίστρα [alasinístra] adv, naut
- leftwards, to port (syn αριστερά)
[fr It alla sinistra]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλάσκα [aláska] η, geogr
- Alaska, state of the US, in Arctic and sub-arctic region.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλασκάριστα [alaskárista] adv
- not loosened, tightly tied (syn χωρίς λάσκο) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλασκάριστος -η -ο [alaskáristos] Ε5 : που δεν τον έχει λασκάρει κάποιος, δεν τον έχουν χαλαρώσει· αχαλάρωτος, τεντωμένος. ANT λασκαρισμένος: Άφησε αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας.
[α- 1 λασκαρισ- (λασκάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλασκάριστος, -η, -ο [alaskáristos]
- not loosened, tight, tightly tied (syn αχαλάρωτος, ant λασκαρισμένος, χαλαρωμένος):
- σκοινί αλασκάριστο |
- άφησες αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας
[cpd w. λασκαριστός: λασκάρω]
- not loosened, tight, tightly tied (syn αχαλάρωτος, ant λασκαρισμένος, χαλαρωμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλασμάριν το· ?(α)λισμάριν.
-
- Kέρδος, περιουσία:
- Περί των συντροφιών τάς πολεμούν οι άνθρωποι μεσόν τους, διά να δέσουν εις κανέναν ταξίδιν αλασμάριν (Aσσίζ. 8319).
[<αραβ. al-asmar (= καρποί, κέρδη)]
- Kέρδος, περιουσία: