Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άλαλος, επίθ.
-
- 1)
- α) (Προκ. για πουλιά) χωρίς λαλιά, χωρίς κελάιδημα:
- το πουλάκι το άλαλο καιρός να κιλαδήσει (Ch. pop. 379)·
- β) (προκ. για τα άψυχα) χωρίς φωνή, λαλιά:
- «Σκόρπισε, χώμα άλαλον!» (Aπόκοπ. 110).
- α) (Προκ. για πουλιά) χωρίς λαλιά, χωρίς κελάιδημα:
- 2) Έκφρ. άλαλον νερόν = νερό που αντλείται και μεταφέρεται με απόλυτη σιωπή και στο οποίο αποδίδεται μαντική ή μαγική δύναμη, το «αμίλητο νερό»:
- (Σταφ., Iατροσ. 21112).
[αρχ. επίθ. άλαλος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλαλος -η -ο [álalos] Ε5 : α.που δεν έχει λαλιά, ικανότητα άρθρωσης· μουγγός, βουβός: Οι εκ γενετής κουφοί και άλαλοι, κωφάλαλοι. β. που έχασε τη λαλιά του, επειδή κυριεύτηκε από κάποιο ισχυρό συναίσθημα (έκπληξη, φόβο κτλ.)· άναυδος: Θα μείνεις ~ μόλις ακούσεις τι έγινε, θα χάσεις τη λαλιά σου, θα σου κοπεί η μιλιά. Άλαλοι κι ωχροί κοιτούσαν το απαίσιο θέαμα. γ. (λαϊκότρ.) ανόητος.
[αρχ. ἄλαλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλαλος1 [álalos] ο, usu pl άλαλοι οι,
- ① mute person (syn οι βουβοί, οι μουγγοί):
- poem σ' αυτή την πόλη βλέπουν οι τυφλοί, οι άλαλοι τραγουδάνε | πόλη, πρωτεύουσα ενός κόσμου που απόψε δίνει τα χέρια (Leivaditis)
- ② region. foolish, stupid person (syn ανόητος, παλαβός)
[substantiv. m of adj άλαλος 1]
- ① mute person (syn οι βουβοί, οι μουγγοί):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλαλος2, -η, -ο [álalos]
- ① deprived of speech, unable to speak, mute, dumb (syn χωρίς λαλιά, βουβός, μουγγός):
- κουφό και άλαλο παιδί deaf-mute child (syn κωφάλαλο παιδί) |
- ένα κουφό, τυφλό και άλαλο παιδί |
- εκείνος που είναι κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου ~ ή κωφάλαλος ή εμποδίζεται από άλλη αιτία να μιλή μπορεί να συντάξη μυστική διαθήκη (Christidis AK) |
- την είχα φανταστή αυτήν εκεί ανίκανη να μιλήση, άλαλη (Terzakis) |
- η ιστορία σιγά σιγά ατονεί, αποτραβιέται σαν άλαλη Σφίγγα (Floros) |
- poem κ' είν' άλαλη η μητέρα, που σας κρατάει πιο άλαλους μέσα σε μια φοβέρα (Palam)
- ② not speaking (at a given time), speechless, silent, wordless (syn in αλάλητος B2):
- έμεινε ~ από το φόβο του |
- στέκεται βουβή και άλαλη folkt |
- τα χαμίνια σταθήκανε άλαλα από τη σάστιση |
- απόμεινα μπροστά της ~, χαμένος (Palam) |
- ήταν ~ σαν πέτρα (Christomanos) |
- μια φωνή παράγγειλε σιωπή κι αμέσως το κοπάδι γίνηκε άλαλο (Vlachogiannis) |
- απόμεινε άλαλη και κίτρινη σαν το θειαφοκέρι (Vlami) |
- poem μα ο Kύριος ~, χλωμός ανηφορούσε (Kazantz) |
- ο ψυχοπρωτολάτης ~ τα γένεια χαδολόγαε (Kazantz Od 5.297) |
- σκυμμένη η ομορφολάγγονη, άλαλη τον άντρα αφουκραζόταν (ib 7.494) |
- γυρνάει το βασιλόπουλο άλαλο και γνέφει στους φαμέγιους (ib 18.614) |
- κ' εκείνες τον εκράξανε με άλαλα χείλια (Geralis)
- ⓐ silent, not singing or chirping:
- το αηδόνι βουβαίνεται και πηδά άλαλο στα ξερά κλαριά των πλατανιών (Karantonis)
- ③ unexpressed, unopen, closed, mute, silent, of things and abstracts (syn βουβός):
- άλαλη θλίψη, άλαλη πίκρα, άλαλη λαχτάρα, ~ πόνος, ~ σκοπός, άλαλη ερημία |
- ανάμνησες παλιές ... τριγυρίζουν άλαλες το κατώφλι του νου μου (Kazantz) |
- κ' έμεινα σε μια άφωνη, άλαλη έκσταση πολλήν ώρα (Xenop) |
- η άλαλη ευτυχία είχε καρπίσει (Spandonidis) |
- τα κείμενα, μνημεία παλιάς ευδαιμονίας, θα γίνουν αλήθεια για τον καιρό μας, όταν πάψουν να κείτωνται άλαλα (Theodorakop) |
- (στην "Aκολουθία" του Θέμελη) ο μεταφυσικός χώρος ... σκοτεινιάζει μέσα στα άλαλα νέφη των αδιαπέραστων συμβόλων (Spandonidis) |
- poem ήτον στην άλαλη | τη μοναξία | στρογγυλοφέγγαρη | φωτοχυσία (Solom) |
- και ήτανε κάστρα και ναοί και ακρόπολες και χώρες | και πια δεν είναι και άλαλα ψευτοζούν και δε στέκουν (Palam) |
- κ' οι πεθυμιές του πέφταν άλαλες και πνίγουνταν στο κύμα (Kazantz Od 22.178) |
- νύχτες πολλές θυμήθη αμίλητες κι άλαλα μεσημέρια (ib 22.502) |
- μα στην όψη μου - ολόστερνη χάρη - | της ψυχής η άλαλη έκσταση μένει| δεμένη (FPolitis)
- ④ stupefied, stunned, dumbfounded, speechless (syn με ανοιχτό το στόμα, αποσβολωμένος, κόκκαλο, ξερός, L εμβρόντητος, ενεός, κατάπληκτος):
- απόμεινα ~ I was stunned (syn έμεινα με ανοιχτό το στόμα) |
- έμεινα ~, όταν τον είδα |
- έμεινε βουβός κι ~ |
- περπατούσε σαν ~ |
- έπεσα άλαλη στο κρεβάτι μου |
- απόμεινε άλαλη σα να την είχε χτυπήσει αστροπελέκι |
- εκεί στον καναπέ σωριασμένη στέκοταν άλαλη και φοβισμένη η νέα μου αρραβωνιαστική (Palam) |
- άλαλοι, ωχροί κοιτούσαν το απαίσιο θέαμα (Karagatsis) |
- στο μεταξύ είχε απομείνει άλαλη βλέποντας τη σκηνή (Terzakis) |
- στάθηκε χαμένος, ~ από κατάπληξη (Plaskovitis)
- ⑤ foolish, stupid (syn ανόητος, λωλός, μωρός, κουτός, παλαβός):
- είναι ένα άλαλο πλάσμα (or πράμα) |
- είναι ~, μην τον ξεσυνερίζεσαι |
- τα κεφάλια σας είναι άλαλα και ξερά ωσάν τα κρανία που κοιμούνται στα χώματα (Solom)
- ⑥ miserable (syn άθλιος):
- είναι μαύρος κι ~ |
- folks. ... να 'γλεπες την καρδιά μου | πώς είναι μαύρη κι άλαλη για λόγου σου, κυρά μου (Passow) |
- poem κοιτάζει το νοστρόμο, το γραμματικό | κ' οι δυο τους απομένουν μαύροι κι άλαλοι (Mavrogiannis)
[fr MG άλαλος ← ByzG άλαλος ← AG]
- ① deprived of speech, unable to speak, mute, dumb (syn χωρίς λαλιά, βουβός, μουγγός):