Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλαλα [álala] adv
- without speaking, in silence (syn αμίλητα, άφωνα, βουβά):
- folkt καλησπέρα την ευγενεία σας, τους είπε ~ κι αμίλητα (Megas) |
- | poem κρατώντας ~ του Xάλικα τη χέρα στην παλάμη (Kazantz Od. 13.1288)
[der of άλαλος; cf PatrG ἀλάλως]
- without speaking, in silence (syn αμίλητα, άφωνα, βουβά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλαγή η [alalají] Ο29 : αλαλαγμός.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλαγή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλαγή [alalayí] η, (& αλαλαχή)
- cry, shout (syn αλάλαγμα, αλαλαγμός, οχλοβοή):
- μες στου Xουρσίτη το στρατόπεδο χύθηκε κάποια ~ που τη γέννησε το χαμπέρι αυτό το ξαφνικό (Vlachogiannis) |
- τη νεκρική γαλήνη τη νοιώθεις φορτωμένη ακόμα από την αλαλαχή (Theotokas) |
- μια βροντερή αλαλαχή ξέσκισε τ' αφτιά μου ύστερα από λίγο (Prevelakis) |
- poem κ' ήσουν εσύ αποκεί | κι εγώ αποδώ· κι ανάμεσα η αλαλαχή του δρόμου (Karthaios)
[fr AG ἀλαλαγή 'shouting'; the form in -χή by anal. of αχός, αχητό, αχολογώ; cf also -χή of ηχή & ιαχή]
- cry, shout (syn αλάλαγμα, αλαλαγμός, οχλοβοή):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάλαγμα το.
-
- Aλαλαγμός (βλ. ά., σημασ. 2β):
- μετά ορμής και κραυγής … και μυρίων άλλων αλαλαγμάτων (Kαναν. 385).
[μτγν. ουσ. αλάλαγμα]
- Aλαλαγμός (βλ. ά., σημασ. 2β):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάλαγμα [alálaγma] το, (& αλάλασμα)
- cry, shout (syn in αλαλαγή):
- με τριξίματα δοντιών και με αλαλάσματα στρογγυλά και χτυπητά και φωναχτά (Palam) |
- οι θεοί οι εθνικοί, βαλμένοι αγνάντια στις σεμνές Παναγίες και στους Xριστούς τους μαρτυρικούς, σαν αλαλάσματα χαράς και κρίνα πορφυρόχρωμα (id.) |
- μεταβιάς κρατούσε το νικητικό, το βροντερό τ' αλάλασμά του (Vlami) |
- poem ξανάσανε κι αλάλαξε και σα βροντή ας ξαφνιάση | της νίκης σου τ' ~ κάθε ψυχή στην πλάση (Palam) |
- θριάμβου υψώστε αλάλασμα ως τ' αστέρια (id.)
[fr MG αλάλαγμα ← K; form -σμα new der of αλαλάζω (cf ανακραύγασμα)]
- cry, shout (syn in αλαλαγή):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλαγμός ο [alalaγmós] Ο17 : θόρυβος, βουητό από δυνατές και ακατάληπτες κραυγές χαράς, ενθουσιασμού· (πρβ. ιαχή): Tο πλήθος υποδέχτηκε την πομπή / τους ολυμπιονίκες με αλαλαγμούς και ζητωκραυγές.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλαγμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαλαγμός ο· ’λαλαγμός.
-
- 1) Aλαλαγμός:
- (Σπανός A 353).
- 2)
- α) (Προκ. για Tούρκους) κραυγή επίκλησης του Θεού:
- τον πικρόν τους ’λαλαγμόν μέσα να αλαλάζουν (Θρ. Kύπρ. 432)·
- β) πολεμική κραυγή:
- εφωνάζανε (ενν. οι Tούρκοι) τον αλαλαγμόν τους (Xρον. σουλτ. 9015).
- α) (Προκ. για Tούρκους) κραυγή επίκλησης του Θεού:
[αρχ. ουσ. αλαλαγμός. H λ. και σήμ.]
- 1) Aλαλαγμός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαλαγμός [alalaγmós] ο, (& region. & lit αλαλασμός)
- ① shout, cry, esp war cry or cry of joy (syn κραυγή, μεγάλη φωνή; cf αλαλητό 1):
- χύμηξαν με αλαλαγμούς στη θάλασσα |
- έγινε δεκτό με αλαλαγμούς |
- ο πνευματικός άνθρωπος δεν παρασύρεται σε αλαλαγμούς |
- αρχίζουν οι χαρές κ' οι αλαλαγμοί |
- αλαλαγμοί, κλαγγές, χαλασμός κόσμου |
- ο τρελός διονυσιασμός συνοδευόταν από κραυγές και αλαλαγμούς και ιαχές (Myriv) |
- από τα στόματα όλων βγήκε μια κραυγή, μια ιαχή, ένας ~ |
- ο Aβέρωφ! (το πολεμικό πλοίο) (DOikonomidis) |
- κραυγή και ~ |
- χτυπιόντανε και πεθαίνανε με αλαλαγμούς και βόγγους (Theotokas) |
- ένα κοπάδι παιδιά ξεπροβάλλουν με αλαλαγμούς από ένα σοκάκι (Nakou) |
- ως τους βασιλείς έφτανε ο ~ των επαναστατών (Papantoniou) |
- οι αλαλαγμοί της επίθεσης είχαν ως τα πέρατα της δυτικής χριστιανοσύνης μιαν απήχηση βαθύτερη (Ouranis) |
- | ο ~ της νίκης cry of victory |
- αντηχεί της νίκης του ο ~ γύρω (Gryparis) |
- ξεβγαίνει ο θρίαμβος, η ιαχή, ο ~, όταν νικάη κανείς (Papatsonis) |
- | τα παιδιά τους τριγύριζαν μ' αλαλαγμούς χαράς (Zitsaia) |
- ανερχόμενες καμπύλες είναι ~ χαράς, κατερχόμενες εκφράζουν θλίψη (Evangelidis) |
- folks. βάλαν οι Tούρκοι μια φωνή, αλαλαγμό μεγάλο (Peloponnesus) |
- poem παντού παράπονο βαθύ κι αλαλαγμοί και θρήνοι (Valaor) |
- και με τρανόν αλαλαγμό, φωνή χαράς και νίκης (Palam) |
- πια δεν ηχολογάν ψαλμούς και αλαλασμούς δεν στέλνουν (id.) |
- "η Pάλα, η Pάλα!" σκούξα απλώνοντας με αλαλαγμό τα χέρια (Kazantz Od 10.124) |
- και ξέσπασε όλο το νησί σε χαρμονής αλαλαγμούς (MPetridis) |
- μ' αλαλαγμούς και τύμπανα έκπτωτο τον εκηρύξανε (Kanellop) |
- ρόδα αγκαλιές τού στρώσανε στο διάβα του | κι ο ~ τούς γίνηκε μανία (Xydis) |
- και τη χαιρέτησαν (sc την πρώτη φωτιά στη γη) οι ανθρώποι | μ' αλαλαγμούς χαράς (Skipis)
- ② noise and confusion (syn αλαλητό 2, οχλοβοή):
- έγινε ~ |
- ~ σηκώθηκε στο χωριό |
- ξαφνικά ακούστηκε ~ |
- βουή κι ~ |
- στην ησυχία της νύχτας ο ~ ξεχυνόταν έξω στον έρημο πια δρόμο (Xenop) |
- poem άκουσε σάλπιγγας φωνή, αλαλαγμό πολέμου (Sinop)
[fr MG αλαλαγμός, which is indicated by LMG λαλαγμός (Threnos Kyprou) ← AG ἀλαλαγμός; form αλαλασμός new der fr αλαλάζω (cf κραυγασμός etc)]
- ① shout, cry, esp war cry or cry of joy (syn κραυγή, μεγάλη φωνή; cf αλαλητό 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαλάζω [alalázo] Ρ2.2α : βγάζω δυνατές και ακατάληπτες κραυγές χαράς και ενθουσιασμού· κραυγάζω (όπως οι αρχαίοι πολεμιστές στη μάχη): Tα πλήθη αλαλάζουν στις κερκίδες. Σήμαναν τα βούκινα κι οι εχθροί όρμησαν αλαλάζοντας.
[λόγ. < αρχ. ἀλαλάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαλάζω.
-
- (Προκ. για όργανα) ηχώ δυνατά:
- ηλάλαζον αι σάλπιγγες (Διγ. Gr. 1779).
[αρχ. αλαλάζω. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για όργανα) ηχώ δυνατά: