Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκωλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκωλος 1 -η -ο [ákolos] Ε5 : α.που δεν έχει πυθμένα· άπατος, απύθμενος: Άκωλη λίμνη. β. (προφ.) που έχει ισχνούς γλουτούς: Άκωλη κοπέλα.

[α- 1 κώλ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκωλος 2 -η -ο : που δεν έχει κώλα, μέλη περιόδου: Άκωλη φράση.

[λόγ. α- 1 κώλ(ον) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκωλος, -η, -ο [ákolos]
  • ① without bottom (syn χωρίς πάτο):
    • η κανάτα είναι άκωλη |
    • άκωλο σακκί
  • ⓐ bottomless, very deep (syn άβαθος 2, άπατος, απύθμενος):
    • δείχνουν οι εντόπιοι και ένα άκωλο βύθισμα, γιατί πέτρα αν την απολύσης μέσα, δεν ευρίσκει τον πάτον (Polylas)
  • ⓑ naut without quarters:
    • άκωλο σκάφος hull (or ship) without quarters
  • ② having underdeveloped, emaciated buttocks:
    • άκωλη κοπέλα

[cpd w. κώλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες