Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκυρος -η -ο [ákiros] Ε5 : που, επειδή έγινε χωρίς να τηρηθούν κάποιοι νόμοι ή κανόνες, θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ· που δεν ισχύει ή που δε λογαριάζεται. ANT έγκυρος: Άκυρη διαθήκη / εκλογή. ~ γάμος. Άκυρο έγγραφο / συμβόλαιο. Aπόφαση για θέμα που δε γράφτηκε στην ημερήσια διάταξη είναι άκυρη. Θεωρώ / κηρύσσω κάτι άκυρο, το ακυρώνω.
[λόγ. < αρχ. ἄκυρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκυρος, -η, -ο [áciros] (L)
- ① law etc deprived of legal validity, invalid, void, null (syn που δεν ισχύει, ant έγκυρος, ισχύων):
- ~ νόμος |
- άκυρη διαθήκη invalid will |
- έγγραφο άκυρο, συμβόλαιο άκυρο |
- άκυρη πιστωτική επιστολή invalid letter of credit |
- επειδή δεν είχε υπογραφή, η συμφωνία έγινε άκυρη since it had not been signed, the agreement was null and void |
- πράξη άκυρη λόγω θεμελιώδους ελαττώματος act vitiated by a fundamental flaw |
- κηρύσσω μια πράξη άκυρη I declare an act a nullity |
- ~ γάμος, e.g. κηρύσσω το γάμο άκυρο I declare the marriage invalid |
- απόφαση πάνω σε θέμα που δεν γράφτηκε στην πρόσκληση είναι άκυρη (Christidis AK) |
- (ο Bαρβαρόσας) πιάστηκε από μερικές μικροπαρατυπίες της εκλογής του και την θεώρησε άκυρη (Charis) |
- οι αξίες είναι μόνο έγκυρες ή άκυρες ― έχουν ή δεν έχουν κύρος, όχι πραγματικότητα ή αλήθεια (Papanoutsos)
- ② unused, useless, worthless:
- όλα αυτά, αν δεν υπάρχη ένα αντικειμενικό κριτήριο, θα μετατρέπονταν σε άκυρους προσωπικούς ισχυρισμούς, σε ασύδοτα συναισθήματα (Tsatsos)
[fr K ἄκυρος ← AG]
- ① law etc deprived of legal validity, invalid, void, null (syn που δεν ισχύει, ant έγκυρος, ισχύων):