Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρως [ákros] adv (L)
- extremely, exceedingly, deeply, greatly, utterly (syn L εις άκρον, στο έπακρο, εντελώς):
- είναι ~ ευαίσθητος, ευχαριστημένος, λυπημένος |
- μια ~ ενδιαφέρουσα μονομαχία |
- ~ αντίθετες κατευθύνσεις |
- απόφυγε μια δημοσιότητα ~ αντίθετη με την ιδιοσυγκρασία του |
- κάτι που είναι ~ αντίθετο προς το νόμο του χρέους (Theodorakop) |
- ~ απόρρητο top secret |
- δύσκολα κομμάτια ~ δυσνόητα |
- ωφελήθηκε με ~ ευνοϊκούς όρους |
- οι σχέσεις μου υπήρξαν ~ τυπικές |
- υπηρεσία ~ απαραίτητη |
- χώρα ~ εμπορική |
- πνεύμα ~ συντηρητικό |
- κατάσταση ~ συντηρητική |
- η γλώσσα είναι ~ συντηρητική |
- μίλησε κατά τρόπο ~ ανησυχαστικό |
- ~ συγκεκριμένα θέματα |
- ~ ειδικά άρθρα |
- ακρότατα ρομαντικό τοπίο |
- κηρύχνουνται απεργίες, δημιουργούνται κόμματα ακρότατα εθνικιστικά (Kazantz) |
- ανιχνεύουν τις δημόσιες εκδηλώσεις τους, ακόμη και την ~ ιδιωτική τους ζωή (Papanoutsos) |
- πίνακες ... σε απόλυτη αντίθεση ... προς το ακρότατα λιτό θέαμα που παρουσιάζει η Σταύρωση (Kanellop) |
- μεταβάλλει αυτή την ακρότατα σπρωχμένη αισθησιοκρατία στο εντελώς αντίθετό της (Athanasiadis-N)
[fr K, PatrG ἄκρος ← AG]
- extremely, exceedingly, deeply, greatly, utterly (syn L εις άκρον, στο έπακρο, εντελώς):