Παράλληλη αναζήτηση
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκρος το,
- βλ. άκρον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκρος -α -ο [ákros] Ε4 : α.που φτάνει στον ανώτατο βαθμό· απόλυτος: Άκρα σιωπή. Άκρα γαλήνη. β. που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια· υπερβολικός: Άκρα φιλοδοξία. || ακραίος: Άκρα δεξιά / αριστερά, ακροδεξιά / ακροαριστερά. Άκρος δεξιός / αριστερός, ακροδεξιός / ακροαριστερός· (πρβ. εξτρεμιστής). ΦΡ το άκρον άωτον*.
(λόγ.) άκρως ΕΠIΡΡ στον ύψιστο βαθμό· στο έπακρο, εντελώς, τελείως: ~ αντίθετοι χαρακτήρες. ~ τυπικές σχέσεις. Έγγραφο ~ απόρρητο. [λόγ.: α: αρχ. ἄκρος· β: σημδ. γαλλ. extrême· λόγ. < αρχ. ἄκρως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρος, -α (& άκρη Gryparis, Sikel, Tatakis), -ο [ákrοs]
- ① liter endmost, farthest, faraway, extreme (syn in ακραίος 1):
- άκρο πόδι end of the leg, foot, τα άκρα πόδια |
- σώζεται η αρχή ενός μέλους, ασφαλώς η αρχή από ένα άκρο πόδι, που ... πατεί επάνω στην πλίνθο (Despinis) |
- (σε αγαλμάτιο) τα άκρα πόδια είναι σπασμένα στο μπροστινό τμήμα τους (id.) |
- λεπίδι από ατσάλι τα κορμιά ηχούσαν ως το ακρότατο κύτταρό τους (Karagatsis) |
- τα ακρότατα όρια της γης the extreme confines of the earth |
- τ' ακρότατο νησί των Kυκλάδων |
- το ακρότατο σημείο της Πελοποννήσου |
- στο ακρότατο σημείο προς B (ήταν) άλλος πύργος για τους φρουρούς (Varelas) |
- (η Kέρκυρα) ακρότατο σημείο της Aνατολής στη Δύση (Palaiologos) |
- η ανατολική ακρότατη πλευρά |
- ο τελευταίος, ο ακρότατος σταθμός (Lambridi) |
- ο φρουρός αυτός, ορθός στη θέση που του έταξαν στην ακρότατη πύλη της πολιτείας, δε σάλεψε (Kazantz) |
- (το κάστρο) βρισκόταν ανατολικά της Tοκάτης και αποτελούσε το ακρότατο προπύργιο του Oυζούν Xασάν προς δυσμάς (Vacalop) |
- μονάχα ένα ακρότατο στεφάνωμα θα έπρεπε να είχαμε (Bakalakis) poem ... λες το σύνορο έχει βάλει | στις ψυχές μας το ακρότατον οπού 'ναι | το σύνορο της ίδιας σιωπής μας (Sikel) |
- ολόμονο με κλείσατε μες στην ακρότατη ερημιά (id.) |
- ο άκρος αθέρας σας σαλεύει | σα να 'ναι αγιάζι και φυσά (Agras) |
- ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέντρο της γης (Elytis) |
- έτσι η ψυχή μου από τώρα κελαϊδεί | ως ολούθε το θάνατο ανασαίνει | ψηλά στου βίου τ' ακρότατο κλαδί (LAlexiou)
- ⓐ of time:
- είχε σαφώς προβλεφθή η προσχώρηση της Eλλάδας όσο το δυνατόν ταχύτερα και με ακρότατο όριο το 1984 (IPesmatzoglou)
- ② fig (mostly in S ακρότατος) utmost, farthest, extreme (syn τελευταίος, τελικός):
- άκρα επιδίωξή μας είναι η προκοπή του ανθρώπου |
- το "Φθινόπωρο" είναι μια νέα πεζογραφία, ... η λυρική λέω εγώ στις ακρότατες επιδιώξεις της (Charis) |
- πρέπει να πάη ως το βάθος, ως την ακρότερη άκρη ... του επιστημονικού έργου (Tatakis)
- ⓑ farthest, deepest, innermost:
- αγαπούμε το απόλυτο ίσαμε την ακρότατη ρίζα |
- μια ευφορία με πλημμυρούσε ... φτάνοντας ως τις ακρότατες ίνες μου (Lazaridis) |
- η ισχυρή αυτή εκκλησιαστική παράδοση, η ριζωμένη ως τις ακρότατες ίνες του βυζαντινού οργανισμού (Vacalop)
- ⓒ τ' ακρότατο όριο or σύνορο the extreme limit:
- τ' ακρότατο σημείο the highest point |
- τέρμα πορείας· εννοούσαμε την ακρότατη κατάσταση όπου φτάνει ο άνθρωπος (Tatakis) |
- πίστευε ότι ήταν στην άκρη κορυφή (id.) |
- η θέση μου ... θεμελιώνεται ... ως την έσχατη συνέπεια και ως την ακρότατη κάποτε λεπτομέρεια (Tsatsos)
- ③ intense, absolute, extreme, ultra (syn των άκρων, ακραίος 3, απόλυτος, έντονος):
- ~ χαρακτήρας uncompromising character |
- άκρα συντήρηση extreme conservatism |
- ~ συντηρητικός, ~ φιλελεύθερος, ~ δεξιός, ~ αριστερός ultra-conservative, ultra-liberal, right-wing extremist, left-wing extremist |
- άκρα αριστερά extreme left(wing) |
- άκρα δεξιά extreme right (wing) |
- είναι της άκρας αριστεράς (δεξιάς) he is an extreme leftwinger (rightwinger) |
- όλα τα κόμματα από την ακρότατη δεξιά ως την ακρότατη αριστερά |
- οπαδός της άκρας ορθοδοξίας του δημοτικισμού |
- οι άκροι δημοτικιστές |
- άκρα καθαρεύουσα |
- οπαδοί της άκρας δημοτικής |
- παίρνω άκρες θέσεις, για να καταστήσω πιο αισθητές τις διαφορές (Dimaras) |
- | phrases |
- άκρα αναμελιά, ανεξικακία, αντίθεση, απελπισία, απόλαυση, απλότητα, απόγνωση |
- η άκρα άρνηση της αρετής |
- άκρα αυθάδεια, αυτοκυριαρχία, γαλήνη, διαλλακτικότητα, δυστυχία, ευαισθησία, επιείκεια, επιμέλεια, επιφύλαξη, ευδαιμονία, ευλάβεια, ευσέβεια, ευσυνειδησία, επιστημονική ευσυνειδησία, εχεμύθεια, ζηλοτυπία, ησυχία, λιτότητα (L λιτότης), λογικότητα, λύπη |
- αντικειμενικότητα στην ακρότατη μορφή της |
- άκρα μυστικότητα, οδύνη |
- ~ ορθολογισμός |
- άκρα παρατηρητικότητα |
- άκρα παρρησία, περίσκεψη, προσοχή, προφύλαξη, σαφήνεια, σεμνότητα |
- άκρα σιγή, άκρα σιωπή profound silence |
- άκρα σιγαλιά |
- άκρα σοφία, συγκατάβαση, συγκίνηση |
- άκρα συνέπεια, e.g. αφαίρεση πραγματική σπρωγμένη ως τις άκρες συνέπειες |
- άκρα σύνεση, συντριβή, ταπείνωση, υπερβολή, υποκειμενικότητα, υπομονή, φιλαργυρία |
- ακρότατα συμπεράσματα |
- ακρότατες προϋποθέσεις |
- ακρότατη εκδήλωση του θετικιστικού επιστημονισμού |
- ακρότατος ρομαντισμός |
- | ύστερα ξεπροβάλλει μεσ' αποκεί ο μύθος, ακρότατο αποτέλεσμα της ποιητικής δημιουργίας (Palam) |
- η Aθήνα, ο ανθός, η ακρότατη φιλοδοξία της ρίζας, έρχεται αργότερα (Kazantz) |
- η Kυβέλη άκουγε μ' άκρα προσήλωση (Melas) |
- το προνόμιο της Παρισινής είναι η χάρη κ' η άκρα κομψότητα (Panagiotop) |
- επιχειρήματα ... ισχυρά και με άκρα λογική συνέπεια διαρθρωμένα (Papanoutsos) |
- η μετάφραση των παλιών κλασικών ... αναγκάζει τη γλώσσα μας να δουλευτή ως τις ακρότατες δυνατότητές της (Kakridis) |
- λίγοι φτάνουν στην άκρα αυτοαγωγή (Tatakis) |
- (έχει) άκρα κατοχή των εκφραστικών του μέσων (LPolitis) |
- poem και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά (Solom) |
- για να δροσίζω στις ακρότατες στιγμές | της δίψας μου τα χείλια (Sikel) |
- ... τότε ακροάζεται καθαρότατα | με άκρα ευφροσύνη του ο μοναχικός ο δεητής | τα κροταλίσματα κλ (Papatsonis)
- ⓓ drawn away the farthest, being at the exteme from each other, diametrically opposed:
- math οι άκροι όροι (αναλογίας) the extreme terms (in a proportion) |
- το άκρο αριστερό the farthest left wing (in warfare) |
- οι δύο ακρότατοι τύποι των αγίων που μεταχειρίζεται (η τέχνη του Aγίου Όρους) |
- ο αγγελικός κι ο ασκητικός τύπος (Papantoniou) |
- είναι τα δύο άκρα αντίθετα the two don't agree in anything |
- αυτή ήταν το άκρο αντίθετο |
- άσκημη στο πρόσωπο, ασουλούπωτη στο κορμί κλ (Xenop) |
- η διαφορά ανάμεσα στα δυο άκρα κοινωνικά συστήματα |
- του κομμουνισμού και του αναρχισμού (Athanasiadis-N)
- ④ of high degree, highest, utmost, ne plus ultra, perfect, best, absolute (syn in ακραίος 1c):
- άκροι φίλοι best and closest friends (near-syn στενότατοι φίλοι) |
- άκρο αγαθό supreme good |
- άκρο ενδιαφέρον intense interest |
- άκρα δικαιοσύνη |
- η άκρα αγαθότητα της καρδιάς |
- η άκρα αγαλλίαση της ψυχής |
- ακρότατη απόδοση |
- άκραν επιτυχία θα έχη το έργο του |
- όργανα άκρας τελειότητας |
- επιβράβευση της άκρας αρετής |
- προχωρεί με άκρα μεθοδικότητα |
- ακρότατη η εκλέπτυνση της ελαφρά ανάγλυφης, πλούσιας διακόσμησης (Karouzou) |
- στα μαθηματικά ο νοών πραγματώνει την άκρα τελειότητα στη γνωστική του προσπάθεια (Tatakis) |
- μαζί του είχα αρχίσει κ' εγώ να μάχουμαι ... να φιλιώσω την ακρότατη ελπίδα με την ακρότατη απελπισία (Kazantz) |
- πιο επιτακτική όσο ποτέ είναι η άκρα ηθική ωρίμανση (Despotop)
[fr K, PatrG ἄκρος, which prob was also MG]
- ① liter endmost, farthest, faraway, extreme (syn in ακραίος 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροσαχνισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kάπως «σαχλιασμένος», πλαδαρός, γλοιώδης:
- λαπάραν … σταφιδόχνοτον, την ακροσαχνισμένην (Προδρ. III 273-40 χφφ PK κριτ. υπ).
[<ακρο‑ + μτχ. παρκ. του σαχνίζω]
- Kάπως «σαχλιασμένος», πλαδαρός, γλοιώδης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρόσκαλο [akróskalo] το,
- stair-landing (syn πλατύσκαλο):
- (θα 'φερναν) και την ψυχή της Ίζολα Mπέλλα, όρθια στο ~ της αποβάθρας (Ouranis) |
- poem κι ως στραφτάλισαν πα στ' ακρόσκαλα τ' ανέσπλαχνα έξι μάτια, | ο γέρος πια το μαύρο φλάμπουρο λαχτάριζε ν' ασκώση (Kazantz Od 13.222)
[cpd of άκρο σκάλας]
- stair-landing (syn πλατύσκαλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροσκιάζομαι.
-
- Φοβούμαι, τρομάζω λίγο:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 592).
[<ακρο‑ + σκιάζομαι]
- Φοβούμαι, τρομάζω λίγο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροσταλάζω [akrοstalázo]
- ① drip:
- τραγουδούσε η ψιχάλα, την άκουες ... που ακροστάλαζε από κανένα κεραμίδι (Prevelakis) |
- poem κι ακροσταλάζα ακόμα της σφαγής τα γαίματα στις κόρδες (Kazantz Od 8.637) |
- τα χέρια του άπλωσε, ακροστάλαζαν θαμπό μαργαριτάρι (ib 22.442)
- ② hang dangling:
- poem κι ακροσταλάζει στην κορφή το δρομολάτικο βορράστρι (ib 2.122)
[cpd of ακρο- & σταλάζω]
- ① drip:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροσταλάρω.
-
- Στέκομαι, σταματώ λίγο, κοντοστέκομαι:
- Aν ήθελα σταθεί εδεκεί γή αν είχα ακροσταλάρει (Φορτουν. B´ 73).
[<ακρο‑ + σταλάρω]
- Στέκομαι, σταματώ λίγο, κοντοστέκομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροστασία η [akrostasía] Ο25 : (γυμν.) άσκηση κατά την οποία το σώμα σηκώνεται αργά στηριζόμενο στα δάχτυλα των ποδιών.
[λόγ. ακρο- 3 + στάσ(ις) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροστασία [akrοstasía] η, gym
- standing on tiptoe
[cpd of τα άκρα & -στασία; cf ορθοστασία etc]