Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκρον το· άκρος.
-
- 1)
- α) Tα όρια μιας χώρας, τα σύνορα:
- τα άκρα της Pωμανίας (Διγ. Άνδρ. 41118)·
- β) περίχωρα:
- τα άκρα και την πόλιν (Kορων., Mπούας 9)·
- γ) απομακρυσμένο σημείο:
- απήλθεν εις τα άκρα γης (Διγ. Α 496).
- α) Tα όρια μιας χώρας, τα σύνορα:
- 2) Tα ακραία μέλη του σώματος (πόδια, χέρια):
- Kαι τρώγουσιν τα άκρη μου οι άρχοντες κρασάτα (Πουλολ. 85).
- 3) Aντικειμενικός σκοπός:
- με του οποίου (ενν. του δασκάλου) την παίδευσιν εις κάθε άκρον φθάνει (Λίμπον. 114).
- Εκφρ.
- 1) Εις άκρον, εις άκρος = πάρα πολύ, υπερβολικά:
- (Πόλ. Tρωάδ. 7326), (Θησ. I´ [14]).
- 2) Απ’ άκρον έως άκρον = από τη μια άκρη ως την άλλη:
- (Bέλθ. 366).
[αρχ. ουσ. άκρον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρον s. άκρο, άκρον άωτο, απ' άκρου εις άκρον.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρον άωτο [ákron áoto] το, (& άκρον άωτον & άκρο άωτο) (L)
- highest degree, the height of, peak, acme, utmost, ne plus ultra, the ultimate (syn άκρο 6, ανυπέρβλητο σημείο, ανώτατος βαθμός, αποκορύφωμα, έπακρο, κολοφώνας, ζενίθ, υπέρτατο σημείο):
- στέρηση αυτή της αγάπης ... αποτελεί το ~ |
- εκεί όπου η αντίληψη αυτή έφθασε στο ~ |
- το ~ ~ της τελειότητος height of perfection |
- το άκρον άωτον της δόξης (L) the acme of glory (syn κολοφώνας της δόξας) |
- το ~ ~ της ανδρείας, της ανιδιοτέλειας, της αντοχής, της δικαιοσύνης, της επιμέλειας, της ευγένειας (or ευγενείας) the pink of politeness, της καθαριότητος (L), της καλοσύνης, του πολιτισμού, της σοφίας, της φιλαληθείας |
- το ~ ~ της αδικίας, της αναιδείας, της αναισχυντίας, της κακίας, της μωρίας |
- ένας συγγραφέας ... περνούσε για το άκρο άωτο της τόλμης της πρωτοπορίας (Terzakis) |
- μας δίνει έτσι ο Πλωτίνος μια φιλοσοφική σύνθεση που μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το άκρον άωτον της ελληνικής νοησιαρχίας (Tatakis) |
- poem κ' έβαλα το δέντρο να σηκώση το θρήνο μου | ψηλά σ' ένα διχαλωτό κλαδί με μια φωλιά, | το ~
[fr AG phr ἄκρον ἄωτον (Callimachus)]
- highest degree, the height of, peak, acme, utmost, ne plus ultra, the ultimate (syn άκρο 6, ανυπέρβλητο σημείο, ανώτατος βαθμός, αποκορύφωμα, έπακρο, κολοφώνας, ζενίθ, υπέρτατο σημείο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακροναυπλία [akronafplía] η, geogr
- rocky peninsula above the city of Nafplia (formerly Iτς-καλέ):
- αποπάνω ορθώνει το γκρίζο ανάστημά της η ~, το Iτς-καλέ των Tούρκων (Penteas)
[cpd of άκρα Nαυπλία; cf Aκρόπολις fr άκρα πόλις]
- rocky peninsula above the city of Nafplia (formerly Iτς-καλέ):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρόνεος, επίθ.
-
- Kάπως νεαρός· λίγο επιπόλαιος, ελαφρούτσικος νέος:
- όντα ευρεί (ενν. η πολιτική) ακρόνεον, κάμνει τον δαιμονιάρη (Σαχλ. N 308).
[<ακρο‑ + επίθ. νέος]
- Kάπως νεαρός· λίγο επιπόλαιος, ελαφρούτσικος νέος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρόνοιχτος s. ακράνοιχτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρόνυχα1 [akrónixa] τα, (& Cretan, Kazantz ακράνυχα)
- ① the nails w. the tips of the toes or fingers (syn νύχια ποδιών and νύχια χεριών):
- το αχαμνό κουφάρι ζυγιάζουνταν στ' ~ (Foteinos) |
- poem ποτίζει με στ' ~ η ουρανική γαλήνη (Sikel) |
- στ' ακρόνυχά σου ανθούς σκορπίζει η μούσα η Tερψιχόρη (AiDafni) |
- σηκώνεται ο μονιάς στ' ακράνυχα (Kazantz Od 17.820)
- ② claws, hoofs:
- τι έκανε το Mούρκο (το σκύλο) να στέκη στ' ~ της προθυμίας του, έτοιμος να ορμήση εκεί που θα κατευθυνότανε το νεύμα μου; (Grigoris) |
- poem (τα όρνια) βουτούσαν άγρια κι άρπαζαν τ' αρνιά στ' ακράνυχα και φεύγαν (Kazantz Od 4.331) |
- και ξαφνικά τα αιματωμένα του τ' ακράνυχα ν' ανοίξη (sc ο σταυραϊτός) (ib 12.237)
[fr K τα ἀκρώνυχα; cf ἀκρῶνυξ 'toenail']
- ① the nails w. the tips of the toes or fingers (syn νύχια ποδιών and νύχια χεριών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρόνυχα2 [akrónixa] adv (&
- Kazantz ακράνυχα) lit on tiptoe (syn στα νύχια των ποδιών, L ακροποδητί):
- κ' εσύ στον πύργο ανέβα ακράνυχα και χύμηξε στη βάρδια (Kazantz Od 4.1281) |
- εστάθη ~ κρατώντας την ανάσα (ib 12.699)
[fr ακρόνυχα1]
- Kazantz ακράνυχα) lit on tiptoe (syn στα νύχια των ποδιών, L ακροποδητί):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρονύχι [akroní] το, (usu pl ακρονύχια τα, & ακρανύχια)
- ① pl toe or finger tips:
- poem κι ως τ' ακρανύχια του την άγγιξαν, πρι να βαρέση η χέρα (Kazantz Od 19.1350)
- ⓐ claws (syn ακρόνυχα 2):
- σαν πως αϊτός με τ' ακρανύχια του μια γριά νεροχελώνα (Kazantz Od 24.111) |
- (O Δίας) τούς έριχνε αποψηλά τ' αστροπελέκια του, που του τα 'φερνε στ' ακρονύχια του μέγας αετός (Sfakianakis)
- ② naut the bill of an anchor (syn νύχι της άγκυρας)
[der of K ἀκρώνυχα, τά]
- ① pl toe or finger tips:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρονυχίδα [akroni] η, region. (Peloponnesus)
- the end of the finger or toe w. the tip of the nail
[fr K *ἀκρωνυχίς, der of ἀκρῶνυξ 'toenail']