Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκριτος -η -ο [ákritos] Ε5 : που ενεργεί ή γίνεται χωρίς προηγούμενη σκέψη ή (σωστή) κρίση· ασυλλόγιστος, επιπόλαιος: α. (για πρόσ.): Οι άκριτοι και οι βιαστικοί δέχονται τις εύκολες λύσεις. β. (για λόγους, ενέργειες): Γνώμες άχρηστες κι άκριτες. Aυστηρές αλλά άκριτες κρίσεις. Δογματικές κι άκριτες απόψεις. ~ και στείρος φανατισμός. Φλογερός αλλά ~ ενθουσιασμός. Άκριτες και βιαστικές αποφάσεις / ενέργειες / συμβουλές. Άκριτες κουβέντες.
άκριτα ΕΠIΡΡ χωρίς κριτική σκέψη: Επαναλαμβάνει εντελώς ~ παλιές και λανθασμένες αντιλήψεις. [λόγ. < αρχ. ἄκριτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκριτος1 [ákritos] ο, usu pl άκριτοι οι,
- unthinking person (syn ο άβουλος, απερίσκεπτος, άσκεφτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος, ant άνθρωπος με κρίση, ο συνετός):
- οι άκριτοι και οι βιαστικοί εμπιστεύονται τις εύκολες λύσεις |
- όσα από τα ποιήματά μου φαίνονται πως είναι "ωραία θέματα" ... φαίνονται τέτοια, αν όχι στον άκριτο, μα πάντα στον απρόσεχτο (Palam) |
- πλήθος παρανοήσεις και παρεξηγήσεις τοποθετούν τον Παπαδιαμάντη στο επικίνδυνο σκαλοπάτι, που υψώνεται απάνω από το θαυμασμό και περιμένει τους άκριτους και τους φωνασκούς (Charis)
[substantiv. m of άκριτος2]
- unthinking person (syn ο άβουλος, απερίσκεπτος, άσκεφτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος, ant άνθρωπος με κρίση, ο συνετός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκριτος2, -η, -ο [ákritos] (L)
- ① not brought to trial, unjudged, untried (syn αδίκαστος):
- οι κρατούμενοι στάλθηκαν στο τουφέκι άκριτοι |
- καταδικάστηκε ~ |
- αντίς να με κρίνουν με φυλακώνουν άκριτον (Bastias) |
- δε θέλω να με καθαρίσουν άκριτον (id.)
- ② uncritical or acritical, inconsiderate, undiscriminating (syn άβουλος, απερίσκεπτος, άσκεφτος, αστόχαστος, ασυλλόγιστος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ant με κρίση, γνωστικός, μυαλωμένος, στοχαστικός, συνετός):
- ~ άνθρωπος, ~ κόσμος, άκριτη γυναίκα, άκριτο παιδί, τα άκριτα μικρά |
- καλός είναι, αλλά ~ |
- άκριτες κουβέντες |
- ενέργησε με άκριτον τρόπο |
- είπε τον άκριτο λόγο |
- συνδέεται μαζί του με άκριτη αγάπη |
- άκριτη αισιοδοξία |
- άκριτες αιτιάσεις |
- άκριτη αποδοκιμασία |
- άκριτη πρόγνωση |
- γνώμες άχρηστες και άκριτες |
- ~ έπαινος |
- ~, φλογερός ενθουσιασμός |
- αποφεύγει τους άκριτους θαυμασμούς και τη φανατική άρνηση (Spandonidis) |
- ~ φανατισμός, ~ εθνικισμός, ~ δογματισμός, δογματικός ~ ιδεαλισμός |
- ~ ρεαλισμός |
- ~ πολιτικός ρομαντισμός |
- αυστηρές και άκριτες κρίσεις |
- άκριτο προπαγανδιστικό κήρυγμα |
- για έναν τόμο στίχων γράφονταν άρθρα κριτικά και άκριτα, μακρόστηλα (Palam) |
- για κανένα δεν ειπώθηκαν ακριτότερα πράματα απ' όσα ειπώθηκαν για τον Παλαμά (Chourmouzios) |
- (με τις εφημερίδες) ομιλεί κανείς προς κοινόν πολύ μεγαλύτερο αλλά και ακριτότερο του κοινού των κοινοβουλίων (Athanasiadis N) |
- αισθάνθηκε μεγάλη άκριτη αντίδραση προς την Aμερική (Kanellop) |
- στον κοινό νεοέλληνα ... ορμητική και άκριτη παρουσιάζεται η ροπή προς το νεωτεριστικό (Tsatsos) |
- ο καθηγητής της ιστορίας |
- πολυμαθέστατος, μνημονικότατος και ακριτότατος (Panagiotop)
[fr K, AG ἄκριτος]
- ① not brought to trial, unjudged, untried (syn αδίκαστος):