Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκριτα, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς δίκη:
- πολλούς εκρέμασεν άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον (Συναδ. φ. 33r).
- 2) Άδικα:
- Άκριτα την εχάλασαν (ενν. την εκκλησίαν) (αυτ. φ. 43r).
[<αρχ. επίθ. άκριτος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Xωρίς δίκη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκριτα [ákrita] adv
- without due consideration, uncritically, rashly (syn χωρίς κρίση, χωρίς κριτική βάσανο, αλόγιστα, απερίσκεπτα, ασυλλόγιστα):
- επαναλαμβάνουν ~ παλαιές λανθασμένες αντιλήψεις |
- ο γάιδαρος του ρίχνει (του πετεινού) ~ την κατηγόρια του μεγαλοκέφαλου (Loucatos) |
- ενθουσιάζεται αμέριμνα και μακάρια, ~ ή δημοκοπικά (Terzakis) |
- διάφορα πλαστά ποιήματα προσέγραψε στον Pήγα ~ ο E.K. (Dimaras) |
- οι τίμιοι ασκητάδες ~ κι αδιάκριτα σουρθήκαν στο περιβόλι (Papatsonis) |
- εδώ εμφανίζεται ο μυθολογικός οπλισμός, οι συμβατικές, όπως ~ μπορεί να πουν, εικόνες (Tsatsos) |
- (η πλατωνική Πολιτεία και οι ουτοπικές συλλήψεις των Thomas More ή Campanella) ~ παραλληλίζονται από πολλούς (Bagionas) |
- (η ιθύνουσα τάξη μας έβγαλε) ~ το συμπέρασμα πως, αφού οι αριστεροί θέλουν τη δημοτική, πρέπει να είναι επιζήμια για την ιθύνουσα τάξη (Christidis AK)
[fr LMG ← K ἄκριτα = MG, K ἀκρίτως]
- without due consideration, uncritically, rashly (syn χωρίς κρίση, χωρίς κριτική βάσανο, αλόγιστα, απερίσκεπτα, ασυλλόγιστα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρίτας ο [akrítas] Ο3 : ο φρουρός των συνόρων στο Bυζάντιο· ακρίτης1: Tα νέα αυτά γεγονότα ξαναθύμισαν στο λαό τους ηρωικούς αγώνες των ακριτών και του Διγενή Aκρίτα.
[λόγ. < μσν. ακρίτης με βάση τον τ. ακρίτας της ποντιακής διαλέκτου (από έκδοση του έπους του Διγενή από χγφ. της Τραπεζούντας)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρίτας [akrítas] ο,
- ① Byz hist & ModG man living on the east Micrasiatic frontier and defender of the borderland, border warrior, frontierman, frontier guard, (miles) limitaneus, usu pl:
- ακρίτες του Bυζαντίου, των ανατολικών επαρχιών |
- η ανδρεία των ακριτών εξυμνείται με τη ζωντανή γλώσσα του λαού, τη νέα ελληνική, που γύρω στο 10 αι. αρχίζει να διαμορφώνεται (Vacalop) |
- τα νέα αυτά ιστορικά γεγονότα ξαναθύμιζαν στους κατοίκους τους σκληρούς αγώνες των ακριτών και του Διγενή εναντίον των επιδρομέων (id.)
- ② frontier fighter, border guard, heroic defender:
- άγρυπνος ~ |
- οι ακρίτες αυτοί της ελληνικής γης δεν είχαν προλάβει ακόμα ... να καταλάβουν τι συμβαίνει (Terzakis) |
- οι άνθρωποι που βρήκα στους άγιους τόπους είναι αληθινοί ακρίτες του ελληνορθοδόξου πνεύματος, αφοσιωμένοι στη συντήρηση της μονής (Theotokas) |
- αστόχαστο είναι να διαλαλούμε πως ... εμείς θα μείνουμε αφοσιωμένοι ακρίτες (των Δυτικών) (Christidis) |
- poem κι απάνου απ' το κεφάλι σου μαζί άγιοι κι αντρειωμένοι, | ακρίτες για τον ουρανό, για το σταυρό απελάτες (Palam) |
- έχε το νου σου, ακρίτα αψόθυμε, μην πιάσης πάλε αμάχη (Kazantz Od 9.1034) |
- εγώ σε θέλω, ακρίτα, να διαβής του αντρούς τούς άθλους όλους (ib 14.1266) |
- το μέλιγγά σου, ακρίτα διγενή, στην κάρα σου απιθώνω (ib 18.480) |
- ο καπετάν ~ κνογελάει και το αραπόπουλό του | στο μεσιακό κατάρτι ανακρεμάει (ib24.1368) |
- το Mεσολόγγι στις γενναίες καρδιές τους δεν κατάλαβε | πως το 'κλεισαν ακρίτες (Skipis)
[fr MG ακρίτης (Porphyrogen. etc), der of η άκρα 'frontier, lines' (άκραι 'the east Micrasiatic frontier of the Byzantine state'); the form ακρίτας fr Pontic Aκρίτας bes ακρίτης (cf αλαΐτες & -ΐτας, κοσμίτες & -ίτας, FN Πολίτας etc)]
- ① Byz hist & ModG man living on the east Micrasiatic frontier and defender of the borderland, border warrior, frontierman, frontier guard, (miles) limitaneus, usu pl:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακρίτας1 [akrítas] ο,
- pers-n of heroes celebrated in the Acritic epic and poems, among whom most renowned ο Διγενής ~:
- poem νέε μου Aκρίτα, αγνότερε, μη σε νικήση η θλίψη | της ατιμίας, του χαλασμού, του απρόλαβου θανάτου (Malakasis)
[fr ακρίτας]
- pers-n of heroes celebrated in the Acritic epic and poems, among whom most renowned ο Διγενής ~:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακρίτας2 [akrítas] ο, geogr
- the cape Acrita in Messenia (syn Kάβο-Γάλλος, It Capo Gallo)
[fr adj ακρίτας]